Κάθε φορά που επανέρχεται η προοπτική της αναθεώρησης του Συντάγματος επικρατεί συνήθως στη δημόσια σφαίρα ένας αισιόδοξος μαξιμαλισμός σε προτάσεις συνταγματικής πολιτικής. Και αυτό διότι παραμένει ισχυρή η πεποίθηση ότι το Σύνταγμα, ως υπέρτατος νόμος της Πολιτείας, καθορίζει τις δημόσιες πολιτικές και αποτελεί το μοτέρ της κοινωνικής αλλαγής. Διόλου τυχαία, ο συνταγματικός λόγος στη Μεταπολίτευση εμπνεύστηκε από την ιερότητα και την επιτελεστικότητα του Συντάγματος και υπήρξε πολιτικά παρεμβατικός, ως αντίβαρο στην εξουσία των κυβερνώντων.
Σχεδόν πενήντα χρόνια από το 1975, μετά από τέσσερις αναθεωρήσεις και την αλληλουχία σκληρών κρίσεων, το Σύνταγμα μοιάζει να έχει υποστεί την απομάγευσή του. Δεν φέρει ευθύνη για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας, ούτε, όμως, μπόρεσε να τον ανακόψει. Στην πανδημία, τα δικαιώματα γνώρισαν – εύλογα, δίχως άλλο – πρωτοφανείς περιορισμούς. Το Σύνταγμα από τη μία άντεξε, γιατί προσαρμόστηκε στη νέα κανονικότητα των εξαιρετικών περιστάσεων, χωρίς να προδώσει τις θεμελιώδεις αρχές του. Από την άλλη, έγινε πλήρως αντιληπτή σε όλους, ειδικούς και μη, ιδίως στο πεδίο της απόλαυσης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η περατότητα και η εξάρτησή του από τις δεσμεύσεις της συγκυρίας. Οι μεγάλες ψευδαισθήσεις κατέρρευσαν στη δοκιμασία της εμπειρίας.
Στην εποχή της υψηλής πυκνότητας του πολιτικού χρόνου και των απρόβλεπτων μεταβολών των συνθηκών, η οικονομία και η ευελιξία του Συντάγματος αποδεικνύονται τα πιο πολύτιμα στοιχεία της ανθεκτικότητάς του. Αυτή προϋποθέτει, αντί της συνταγματικής φλυαρίας, παρεμβάσεις στοχευμένες και διορθωτικές: στο οργανωτικό μέρος, για παράδειγμα, με δεδομένη τη δύναμη του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού και του πρωθυπουργοκεντρισμού, προέχει η αναζήτηση των κατάλληλων θεσμικών αντιβάρων, όπως η λελογισμένη αναβάθμιση των προεδρικών αρμοδιοτήτων και η ενίσχυση του προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
Στα δικαιώματα, η πλούσια κληρονομιά της αναθεώρησης του 2001 δεν έχει εξαντλήσει τη δυναμική της. Στο επίκεντρο αναμένεται να βρεθεί το άρθρο 16 που κρύβει, ως ελληνική ιδιαιτερότητα, ζητήματα που δεν αφορούν μόνο τη δυνατότητα λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, εφόσον περιβληθεί με αναγκαίες εγγυήσεις ποιότητας και ελέγχου, αλλά και τον σφιχτό εναγκαλισμό των ΑΕΙ με το Κράτος (βλ. την αποκλειστική ρήτρα λειτουργίας τους ως ΝΠΔΔ). Ενδεικτικά πάντα, κάποιες διατάξεις μοιάζουν ανελαστικές, όπως το άρθρο 19 παρ. 3 για την απόλυτη απαγόρευση της χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων, την οποία ήδη έχει αμβλύνει η νομολογία, ή ανεπίκαιρες, όπως το άρθρο 14 που αποτυπώνει την ελευθερία του Τύπου στην προ-ψηφιακή εποχή. Σκόπιμη είναι, επίσης, η σύνδεση του άρθρου 24 για το περιβάλλον με πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς και η ελάφρυνσή του από διατάξεις λεπτομερειακού χαρακτήρα (π.χ., για τα δάση) που ανήκουν στον νομοθέτη. Υπό το φως των πρόσφατων νομοθετικών παρεμβάσεων και των αποφάσεων του Αρείου Πάγου για την απαγόρευση της συμμετοχής κομμάτων στις εκλογές, επιβεβλημένη είναι και η αναθεώρηση του άρθρου 29. Σε πιο συμβολικό επίπεδο, φιλελεύθερο και προοδευτικό σήμα θα μπορούσε να εκπέμψει η αναδιατύπωση του άρθρου 3 για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας και η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου.
Οι μείζονες μεταρρυθμιστικές προκλήσεις, ωστόσο, δεν εξαρτώνται από τη συνταγματική ατζέντα. Το Σύνταγμα δεν φτιάχνει καλύτερα νοσοκομεία, δικαστήρια και σχολεία, ούτε ψηφιακές πλατφόρμες που μετασχηματίζουν τη σχέση μας με τη δημόσια υπηρεσία. Δεν σχεδιάζει την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα ή την τουριστική μας ανάπτυξη. Oι πλέον κρίσιμες γεωπολιτικές και στρατηγικές αποφάσεις λαμβάνονται στα διεθνή και τα ευρωπαϊκά fora. Ακόμα και οι πιο καθημερινές όψεις της ζωής μας, η λειτουργία της αγοράς και της εργασίας, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης, υπαγορεύονται σε καθοριστικό βαθμό από το ενωσιακό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το Σύνταγμα δεν αναχωρεί, αλλά υποχωρεί και ακολουθεί τον δρόμο της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Καλείται να υποδεχθεί τις ανεξάντλητες δυνατότητές της και να εξομαλύνει τις επώδυνες αντιφάσεις της, παρέχοντας στον νομοθέτη το αναγκαίο και ευρύχωρο πλαίσιο για να αναπτύξει και να εφαρμόσει τις πολιτικές του. Από αυτές κρίνεται τελικά η ανταπόκριση του συνταγματικού κειμένου στις προσδοκίες μας, όχι από τη συνεχή διεύρυνση της ύλης του. Οπως μας διδάσκει η τολμηρή θεωρία του νομικού ρεαλισμού, το νόημα του Συντάγματος δεν είναι στις λέξεις, αλλά στην ερμηνεία τους.
Ο κ. Γιώργος Ν. Καραβοκύρης είναι επίκουρος Καθηγητής της Νομικής στο ΑΠΘ