Οι επιλογές των Εβραίων και των Αράβων της Παλαιστίνης την πρώτη μεταπολεμική περίοδο ήταν διαμορφωτικές για την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος έως τις μέρες μας. Εκπλήσσει πόσο λίγο έχουν αλλάξει τα βασικά δεδομένα έκτοτε. Αυτά που είχαν παρεμβληθεί μεταξύ του 1917, όταν ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας μιας Εθνικής Εστίας για τους Εβραίους, και του 1945, όταν έληξε ο πόλεμος, ήταν δύο θεμελιώδη γεγονότα. Το ένα αφορούσε την πραγματικότητα επί του εδάφους και το άλλο τις αντιλήψεις της διεθνούς κοινότητας. Στο έδαφος επήλθε μείζων μεταβολή καθώς το αραβικό στοιχείο είχε παύσει να μονοπωλεί την Παλαιστίνη όπου συνέρρεαν στη χώρα βαθμιαία αλλά σταθερά Εβραίοι από την Ευρώπη σε αναζήτηση της εθνικής εστίας. Σταδιακά, επίσης, οι συρρέοντες Εβραίοι γίνονταν περισσότερο μαχητικοί και αψηφούσαν και τη Βρετανική Εντολή επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Η βασική αλλαγή αντιλήψεων επήλθε από το Ολοκαύτωμα που καθιστούσε πλέον αδύνατη την άρνηση δημιουργίας ενός εβραϊκού κράτους. Οτιδήποτε συνέβαινε από το 1945 έως το 1947 έτεινε προς την κατεύθυνση ίδρυσης ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Ο βρετανικός παράγων είχε εξασθενήσει και η προτεραιότητα της βρετανικής στρατηγικής στρεφόταν προς τη διαχείριση του Ψυχρού Πολέμου. Το Λονδίνο δεν είχε συνεπώς τη δυνατότητα να αντιπαραταχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου η κυβέρνηση Τρούμαν ήταν εξαιρετικά υποστηρικτική προς την προοπτική δημιουργίας ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι παρά την ανάδυση του Ψυχρού Πολέμου και του διπολισμού στην Ανατολική Μεσόγειο, με την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν τον Μάρτιο του 1947, η Σοβιετική Ενωση θα υποστήριζε λίγους μήνες αργότερα στο πλαίσιο των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών τη λύση της διχοτόμησης της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, ένα εβραϊκό κι ένα αραβικό. Η απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1947 ήταν η αποκρυστάλλωση μιας διεθνούς τάσης με την οποία δεν συμφιλιώθηκε για δεκαετίες η επικρατούσα στον αραβικό κόσμο πολιτική σκέψη. Αυτή εδραζόταν στο δημογραφικό μονοπώλιο των Αράβων στην Παλαιστίνη και στον αποκλεισμό των Εβραίων από τη χώρα η οποία συμβολικά, ψυχολογικά αλλά και πολιτικά ήταν στην πραγματικότητα η μόνη που μπορούσε να αποτελέσει βάση του Κράτους του Ισραήλ.
Στις συνθήκες του 1945-1947 η αντίδραση των Αράβων ήταν περισσότερο ενστικτώδης και λιγότερο πολιτική. Την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης ακολούθησε ένας πόλεμος 15 μηνών σε δύο διαφορετικές φάσεις όπου διακρίνονταν διαφορετικά πεδία και διαφορετική λογική. Η πρώτη φάση αφορούσε συγκρούσεις εντός της Παλαιστίνης, μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Η εδαφική διαρρύθμιση εκ μέρους των Ηνωμένων Εθνών προέβλεπε την κατανομή του εδάφους σε αναλογία 55%-45% για τους Εβραίους και τους Αραβες αντίστοιχα. Οι συγκρούσεις επί του πεδίου ανέδειξαν την υπεροχή των εβραϊκών μαχητικών οργανώσεων. Η δεύτερη ανέδειξε τη στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ ως νεοπαγούς κράτους πλέον. Η διεθνής φάση του πολέμου εκκίνησε στις 15 Μαΐου 1948, την επομένη δηλαδή του τέλους της Βρετανικής Εντολής και της ανακήρυξης του Κράτους του Ισραήλ, το οποίο αντιμετώπισε τη συνδυασμένη επίθεση της Αιγύπτου της Υπεριορδανίας, του Ιράκ και της Συρίας. Η κοινή αραβική επίθεση αντιμετωπίστηκε από το Ισραήλ, καθώς τα αραβικά κράτη διέθεταν περιορισμένους πόρους και τεχνογνωσία. Ο συνασπισμός τους διακατεχόταν επίσης από αντιφατικές επιδιώξεις μεταξύ των μερών του. Το αποτέλεσμα, με τη σύναψη της ανακωχής τον Φεβρουάριο του 1949, ήταν ότι οι Εβραίοι της Παλαιστίνης κατέληξαν να κατέχουν το 78% του παλαιστινιακού εδάφους ενώ το κυριότερο ήταν ότι είχε ματαιωθεί η ίδρυση ενός αραβικού κράτους. Το γεγονός ήταν θεμελιώδες. Δημιούργησε ένα ψυχολογικό σύμπλεγμα ήττας και απώλειας στον αραβικό κόσμο. Η απόρριψη της αρχής της ύπαρξης του Κράτους του Ισραήλ εκ μέρους των Αράβων εδραιώθηκε, συντελούντων και των επόμενων πολέμων του 1967 και του 1973, ως πολιτική θέση μη επιδεχόμενη μεταβολής. Οταν η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και ο Αραφάτ αποδέχθηκαν απρόθυμα την αρχή αυτή, είδαν την επιρροή τους να μειώνεται υπέρ της φονταμενταλιστικής Χαμάς, ενώ στην άλλη όχθη η προσπάθεια ισχυρών και ευφυών ηγετών όπως ο Γιτζάκ Ράμπιν να προωθήσουν την ιδέα της συνύπαρξης δύο κρατών σήμαινε την απώλεια της ζωής των εμπνευστών της πολιτικής αυτής. Σήμαινε ακόμα έναν φαύλο κύκλο: η άρνηση της ιδέας των δύο κρατών σημαίνει περισσότερη βία και η κατίσχυση της βίας συνιστά εν συνεχεία «απόδειξη» ότι η συνύπαρξη είναι αδύνατη. Αυτόν τον φαύλο κύκλο τροφοδότησε η τελευταία επίθεση της Χαμάς.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.