Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης είχα την εξαιρετική τύχη να παρακολουθήσω σειρά εβδομαδιαίων διαλέξεων από διακεκριμένους καθηγητές αναφορικά με τις διάφορες τάσεις στο πεδίο της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας. Ενας εξ αυτών των έγκριτων ομιλητών ήταν ονομαστός αμερικανός θεωρητικός της λογοτεχνικής κριτικής, ο οποίος αρεσκόταν να επαναλαμβάνει, εν είδει ειρωνικού αστεϊσμού, σε όλη τη διάρκεια της εισήγησής του, της σχετικής με τον ρωσικό φορμαλισμό, ότι τα διδάγματα των ρώσων διανοητών ήταν ό,τι καλύτερο προσκόμισε στο πνευματικό και ευρύτερα πολιτισμικό γίγνεσθαι εκείνο το ολοκληρωτικό πολιτικό μόρφωμα που ονομάστηκε Σοβιετική Ενωση.
Πράγματι, παρά την πρόδηλη προκατάληψη του αμερικανού καθηγητή, εν πολλοίς αναμενόμενη στον απόηχο ιδίως της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, κατά τα τέλη του εικοστού αιώνα επικράτησε τέτοιος ενθουσιασμός για τις εξόχως ελπιδοφόρες προοπτικές που διανοίγονταν στον άλλοτε περίκλειστο ορίζοντα της λογοτεχνικής κριτικής, ώστε η ανακάλυψη της ρωσικής φιλολογικής πρωτοπορίας μέσα από έγκυρες αγγλικές μεταφράσεις – ως μιας από τις ιδρυτικές δυνάμεις της σύγχρονης ερμηνευτικής – απέκτησε ακαριαία σχεδόν απροσμέτρητες διαστάσεις στα μάτια κυρίως εκείνων που τότε πάσχιζαν αγόγγυστα να προσδώσουν την αίγλη της αδιάβλητης επιστημονικότητας στις νεοφανείς εξηγητικές θεωρήσεις της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ιδίως της αγγλοσαξονικής γραμματείας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.