Η αποδυνάμωση των μεσαίων στρωμάτων, οι πολλαπλές κοινωνικές πολώσεις ανάμεσα σε ευνοημένους και αδικημένους της παγκόσμιας οικονομίας και οι νέες ανισότητες που προκύπτουν, η κρίση νοήματος του δημοκρατικού καθεστώτος και των ελίτ του, η επιθετικότητα της woke ιδεολογίας απέναντι στα εγκατεστημένα επί μακρόν πολιτισμικά μας υποδείγματα, η εκτεταμένη κρίση των μητροπόλεων και η ολοένα και πιο άνιση κατανομή των οικιστικών και συμβολικών τους πόρων, η αίσθηση εδαφικής και πολιτισμικής αποξένωσης που γεννούν οι μεγάλες και ορμητικές μεταναστευτικές ροές, η εξάπλωση της μαφιόζικης παραβατικότητας και οικονομίας, είναι τα κύρια συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται η κοινωνική κρίση της Ευρώπης. Είναι και οι πηγές απ’ όπου αντλεί τη δυναμική της η αντισυστημική ψήφος.

Η αποσάθρωση όμως των αριστερών ιδεολογημάτων, η υποχώρηση των δυνατοτήτων για αναδιανεμητικές πολιτικές και η ανάδυση ενός ανομολόγητου εκδικητικού εξτρεμισμού μέσω του woke-ισμού, μαζί με την απονομιμοποίηση των πάλαι ποτέ αστικών ελίτ και του νεο-φιλελεύθερου σχεδίου προσαρμογής σε μια παγκοσμιοποίηση που μοιάζει τώρα ανεπίκαιρη, επέτρεψαν σε αυτές τις δυνάμεις «δεξιότερα της Δεξιάς» να οικειοποιηθούν αυτή την κοινωνική κρίση.

Αν σε Γαλλία και Ιταλία οι ακροδεξιοί σχηματισμοί μοιάζουν να υποδέχονται την αζήτητη κληρονομιά του συνεκτικού έθνους για να τη στρεβλώσουν, σε Γερμανία και Αυστρία οι ακροδεξιοί που κερδίζουν εκλογές και ηγεμονεύουν είναι πολύ πιο σκοτεινοί. Πράγματι, αυτά τα κόμματα – ειδικότερα στην Αυστρία – έλκουν την καταγωγή τους από τον ναζισμό και, χωρίς ιδιαίτερη αιδώ, καλλιεργούν την ιστορική συνέχεια μαζί του. Χωρίς να λέμε ότι βρισκόμαστε σε μια αναβίωση του ολοκληρωτικού μιλιταρισμού και του φονικού φυλετισμού του Μεσοπολέμου, είναι σαφές ότι ένα μεγάλο ταμπού έχει παραβιαστεί. Oτι μια σταθερή ηθικο-πολιτική και πολιτισμική απαγόρευση γενικής ισχύος έχει πέσει. Ποια είναι αυτή; Ο απόλυτος και κάθετος διαχωρισμός όλων όσων επικαλούνται την ιδέα της προόδου και, κυρίως, όλων εκείνων των δυνάμεων που εντάχθηκαν στο στρατόπεδο των νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από οποιονδήποτε θυμίζει, έστω και λίγο, τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό και την ιδεολογία του.

Για να συνοψίσουμε αυτή την ελάχιστη, πλην όμως πανίσχυρη, κοινή συνισταμένη του αντιφασισμού, η οποία σήμερα έχει διαλυθεί, μπορούμε να αναφερθούμε στην ιδρυτική του στιγμή που, σε αντίθεση με την παραδεδεγμένη σοφία, δεν είναι η συμφωνία της Γιάλτας μα η δίκη της Νυρεμβέργης. Η δίκη αυτή που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1945 και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1946, έφερε στο εδώλιο και καταδίκασε ορισμένους από τους σημαντικότερους αξιωματούχους του ναζιστικού καθεστώτος – 12 από τους 24 εις θάνατον. Η σημασία της, πέρα από τη θεμελίωση των αρχών του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, υπερβαίνει την τιμωρία των εγκλημάτων πολέμου και κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε η ναζιστική Γερμανία.

Πράγματι, το δικαστήριο είχε συγκροτηθεί από τους βασικούς νικητές του πολέμου και σε αυτό συγκατοικούσαν οι μελλοντικοί ιδεολογικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου. Αμερικανοί, Ευρωπαίοι και Σοβιετικοί δίκασαν από κοινού προβάλλοντας τα στοιχειώδη αυτονόητα του μέλλοντος, ήτοι τον κοινό αντιφασισμό, το ταμπού της γενοκτονίας και μια συνολική αναθεώρηση του χριστιανικού πολιτισμικού υποδείγματος που πλέον ενσωμάτωνε τους εβραίους στο πολιτισμικό υπόδειγμα της Δύσης – μέσα από την οριοθέτηση του αντισημιτισμού ως του απόλυτου κακού.

Το πνεύμα αυτό της Νυρεμβέργης έχει σήμερα ηττηθεί από τον διαβρωτικό αναθεωρητισμό. Το δείχνει ο ανερυθρίαστος φιλοναζισμός ενός τμήματος της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, η γενοκτονική ιδεολογία που κρύβεται πίσω από τον πόλεμο της Ρωσίας κατά του ουκρανικού λαού και η αναβίωση του αντισημιτισμού – σε χώρες που παλιότερα επλήγησαν θανάσιμα από αυτόν – με πρόσχημα τον αντισιωνισμό και με όχημα την ενεργοποίηση ισλαμιστικών-φονταμενταλιστικών κοινοτήτων τις οποίες οι ευρωπαϊκές ελίτ ανέχονται στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης συμπερίληψης.

O κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.