Στην αρχή της πανδημίας του κορωνοϊού, δεν πίστευα ποτέ ότι θα είχα την τύχη να περάσω ένα μεγάλο μέρος του Ιουλίου στο χωριό μας, τις Μηλιές. Είχα αποδεχτεί ότι θα μείνουμε όλοι στις πόλεις και στην καλύτερη περίπτωση θα οργανώσουμε κάποιες μονοήμερες εκδρομές σε απόμερα δάση και κρυφές παραλίες. Επί μήνες, εγκλωβισμένοι στο ψηφιακό μας χωριό, ακούγαμε τον κάθε ειδικό να τέμνει οριζοντίως και καθέτως τα πάντα – σήμερα αναζητώντας λύση στο ελληνοτουρκικό, αύριο στο μεταναστευτικό, μεθαύριο στο πολιτιστικό – κι όλα αυτά κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια κάτω από την παγκόσμια σκιά των αριθμών των κρουσμάτων της πανδημίας. Κάναμε ψηφιακά μαθήματα, είδαμε ψηφιακό θέατρο, χορτάσαμε οθόνη. Οταν απελευθερώθηκαν οι μετακινήσεις και μειώθηκαν οι απαγορεύσεις, πήραμε τον ψηφιακό και μη εξοπλισμό μας και όσοι τυχεροί διαθέτουμε μια πρόσβαση σε φιλικό ή ιδιόκτητο σπίτι εκτός Αθηνών, εγκατασταθήκαμε στο «εξοχικό». Κι ένιωσα από την πρώτη στιγμή πόσο ευγνώμων πρέπει να είναι κανείς για τα δώρα του σύμπαντος, την ιερότητα της φύσης.
Ετσι λοιπόν, εκεί που είχα τον δεκαπέντε μηνών γιο μου να αλωνίζει από το σαλόνι στο μπαλκόνι, κάνοντας λίγο-πολύ την ίδια διαδρομή πέρα-δώθε, τώρα αλώνιζε στην πλατεία αυλή, ανοίχτηκε στα μεγάλα μεγέθη, κρυβόταν πίσω από τις τεράστιες ορτανσίες. Ακολουθούσε το κελάρυσμα του νερού της αστρέχας, αφουγκραζόταν την καμπάνα της εκκλησίας, την ηχηρή φωνή της κίσσας και το τιτίβισμα των χελιδονιών. Τα βράδια παρατηρούσε τ’ αστέρια με τρομερή περιέργεια. Ισως έβλεπε τον έναστρο ουρανό σαν μια μεγάλη σκεπή ασφαλείας ή σαν ένα καινούργιο παιχνίδι που λαμπυρίζει. Η ευθεία ωστόσο που ένωσε ένα βράδυ την κόρη του με τον Αρκτούρο, υπήρξε μοναδική, δεν θα υπάρξει ποτέ άλλοτε, πάρα αυτό το βράδυ που συνέβη, υπό αυτές τις μοίρες, εκείνη την ώρα, στις συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.