Είναι η άνοδος της λαϊκιστικής ή της «άκρας Δεξιάς» το μεγάλο πολιτικό γεγονός της εποχής μας; Εδώ και κάποια χρόνια ο ισχυρισμός έχει γίνει κοινός τόπος σε ανήσυχους παρατηρητές στην Ευρώπη και φυσικά στις ΗΠΑ. Να, τώρα, η παρουσία του Ορμπαν στο Ευρωκοινοβούλιο και πριν από αυτό οι εκλογές στη Σουηδία έδωσαν καινούργια ώθηση στη σχετική δημόσια αγωνία. Και εδώ, στα δικά μας, η παρουσία βίαιων ομάδων στην τελευταία συγκέντρωση διαμαρτυρίας εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών στη ΔΕΘ έγινε αφορμή για κάποιες αντίστοιχες σκέψεις: ότι το φαινόμενο μιας αντισυμβατικής, ταυτοτικής Δεξιάς παίρνει διαφορετικές μορφές αλλά φυσικά προωθεί έναν κοινό άξονα θεμάτων.
Ποιος είναι αυτός ο άξονας; Οχι τόσο μια κοινωνικοοικονομική ανησυχία όσο μια αίσθηση επείγουσας απειλής για την εθνική ύπαρξη. Ενας συναγερμός για την ακεραιότητα του έθνους, την απώλεια ελέγχου, την πολιτισμική και δημογραφική αλλοίωση. Ο εχθρός εδώ δεν είναι τόσο ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός όσο η ίδια η δυναμική της πολιτικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Είναι ο «γκλομπαλισμός», ο φιλελεύθερος ή αριστερός κοσμοπολιτισμός, οι κοινωνίες των ελεύθερων ροών και της ανοχής. Η παλιά έκφραση – που στην Ελλάδα των μεταπολιτευτικών δεκαετιών ήταν προσφιλής στους αριστερούς αντιιμπεριαλιστές – για το «ξέφραγο αμπέλι» βρίσκεται στα χείλη αυτών των πολύ διαφορετικών αμφισβητιών της υπάρχουσας τάξης.
Τρεις απαντήσεις
Απέναντι σε αυτό το πολυσύνθετο κύμα, άλλοτε ορμητικό και άλλοτε με πιο αργή ανάπτυξη, προκρίνονται τρεις περίπου απαντήσεις. Μια πρώτη απάντηση είναι η αδιαφορία, η στρατηγική υποτίμηση του προβλήματος και η θεώρησή του ως απλής λαϊκιστικής πρόκλησης. Το επιχείρημα είναι ότι μόλις σταθεροποιηθεί η ανάπτυξη και λυθούν κάποιες δυσλειτουργίες στα θέματα δημόσιας τάξης, η όλη «διαμαρτυρία» θα κοπάσει ή θα ενσωματωθεί στις ρουτίνες της παραδοσιακής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Μια δεύτερη απάντηση, συχνή στην Αριστερά, είναι η ενθάρρυνση μιας αντίπαλης, ριζοσπαστικής εκδοχής: η υιοθέτηση ενός αριστερόστροφου λαϊκισμού με αιχμή τον λαό ως «πλουραλιστικό δήμο» και όχι τον εθνοτικά ομοιογενή λαό. Εδώ ο κύριος υπαίτιος για τους Ορμπαν αυτού του κόσμου είναι η πολιτική της λιτότητας και οι αρνητικές εμπειρίες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Τέλος, μια τρίτη απάντηση απορρίπτει τόσο την εφησυχασμένη, business as usual στάση όσο και τις παραλλαγές του ριζοσπαστικού και «ταξικού» λαϊκισμού. Σε αυτή την περίπτωση ξεκινά κανείς από την παραδοχή των πρωτόγνωρων μετασχηματισμών που εκτυλίσσονται στον καιρό μας.
Τι εννοώ; Εννοώ ότι για αυτή την απάντηση στους νέους δεξιούς λαϊκισμούς και «ταυτοτικούς» πειρασμούς μοιάζει μεγάλο λάθος η επαναφορά σε κλασικά, αντιφασιστικά σχήματα. Δεν ζούμε μια αναβίωση του ’30, δεν βρισκόμαστε σε κοινωνίες της μαζικής κινητοποίησης και της στρατιωτικοποιημένης πειθαρχίας, ούτε έχουμε να αντιμετωπίσουμε ηγέτες-αντικείμενα λατρείας και τη θεοποίηση της σιδηράς πολιτικής.
Παραπλανητική αντίληψη
Το Ισλάμ, το Μεταναστευτικό, οι υπαρξιακοί φόβοι των μεσαίων τάξεων και των παραδοσιακών λαϊκών στρωμάτων στην Ευρώπη συνθέτουν ένα πολύ διαφορετικό μείγμα ανησυχιών από αυτό των αυταρχισμών του πρώιμου 20ού αιώνα.
Η αντίληψη πως οι ιδέες που κυκλοφορούν σήμερα θυμίζουν έντονα ή επανεκδίδουν τις ιδέες και τα συνθήματα μιας άλλης εποχής και άρα μπορεί να αντιμετωπιστούν με ανάλογο τρόπο (με διάφορα προοδευτικά μέτωπα) είναι βαθιά παραπλανητική.
Μόνο η επίγνωση πως έχουμε μπει σε μια ανέκδοτη ιστορικά πολιτισμική και κοινωνική συνθήκη και επομένως η επεξεργασία σημερινών απαντήσεων έχει δυνατότητες να αλλάξει τα δεδομένα.
Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται αποσαφήνιση του προσανατολισμού της κάθε πολιτικής δύναμης. Η συστημική Κεντροδεξιά πρέπει να εγκαταλείψει την πλάνη του οικονομισμού, την αντίληψη δηλαδή ότι η τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας μαζί με λίγες δόσεις συντηρητικών αξιών αρκούν για να αποδομήσουν την ταυτοτική Ακροδεξιά.
Η Αριστερά, είτε η φιλελεύθερη είτε η πιο ριζοσπαστική και αντινεοφιλελεύθερη, να βγουν από μια εξωτική και εκτός πραγματικότητας θεώρηση της πολυπολιτισμικότητας αλλά και από τη νοσταλγία για τον «αντιφασισμό των δρόμων». Οι λαϊκές αγωνίες για την ανασφάλεια, τη βία, τη διάχυτη ανομία δεν είναι προς λοιδορία και περιφρόνηση, αλλά ένδειξη πως οι συνθήκες έχουν αλλάξει και τα αιτήματα προστασίας παίρνουν πια και μιαν άλλη μορφή.
Στην Κεντροδεξιά ο κίνδυνος περνάει από τη χλωμή μίμηση εθνικιστικών μοτίβων ή από μια ρηχή προσέγγιση στην ευημερία ως το αντίθετο του «αρχαϊσμού».
Στην Αριστερά ο κίνδυνος είναι ο μαρμαρωμένος από τα παλιά αντιφασισμός και η υποτίμηση των υπαρξιακών και πολιτισμικών πηγών της ανασφάλειας των πολιτών. Και εδώ, φυσικά, ο οικονομισμός εμφανίζεται με την αντίληψη ότι η μείωση της ανεργίας και οι γενναιόδωρες κρατικές παροχές «ξεριζώνουν τον φασισμό» ή, σε άλλη περίπτωση, αποτρέπουν την ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση των νέων στα προάστια των ευρωπαϊκών μητροπόλεων.
Ενα ’68 από την ανάποδη
Επιστρέφοντας λοιπόν στο αρχικό ερώτημα, είναι οι Ορμπαν και οι Σαλβίνι το μείζον πολιτικό συμβάν της εποχής μας; Με όρους οικείους στην ελληνική πιάτσα, είναι η «ακροδεξιά στροφή» το μεγάλο στοίχημα για τη φιλελεύθερη δημοκρατία στη φάση της δυσφορίας και των μαζικών απογοητεύσεων;
Το βέβαιο είναι ότι ιδέες, πρακτικές και σύμβολα μιας ταυτοτικής και αντιφιλελεύθερης Δεξιάς έχουν αυξημένο βάρος. Εχουν πια ευρύτερη επιρροή, έχουν ακροατήριο και αποκτούν και καινούργια κανάλια μεταβίβασης των μηνυμάτων της. Με μια έννοια, στον αέρα της εποχής βρίσκεται ένα ’68 από την ανάποδη, μια εξέγερση εναντίον του οικονομικού, του πολιτικού και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού.
Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτή η νέα αμφισβήτηση; Σε αυτό ακριβώς θα δοκιμαστούν οι πειστικές και οι λιγότερο πειστικές απαντήσεις. Αυτές που πάνε πέρα από τα ευχολόγια της προοδευτικής αγαθής συνείδησης, πέρα από έναν συνθηματολογικό αντιρατσισμό, πέρα ακόμα και από τα προοδευτικά μέτωπα παλαιάς κοπής.
Τα αχαρτογράφητα νερά της πολιτικής δεν προσεγγίζονται με τη ναυσιπλοΐα άλλων εποχών. Ούτε φυσικά με τους κιτρινισμένους χάρτες του Μεσοπολέμου.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.