Συνεχίζοντας την εβδομάδα που πέρασε στο ηλεκτρονικό «Βήμα» τη δύσκολη εξήγηση του «ελληνικού παραδόξου», όπως το περιέγραψε εύστοχα ο Διευθυντής του την περασμένη Κυριακή, θέλησα κι εγώ να δώσω μέσα από ένα ποίημά μου τη «Λευκή Ελλάδα», μια προσωπική – παράλληλα με την πολιτική – εμπειρία κάποιου που παράδοξα αγαπά και γι’ αυτό, δεν αγαπά την Ελλάδα.
Σκέφτηκα ότι το «παράδοξο – Ελλάδα» εκφράζεται επίσης και από μια γλώσσα μέσα στην οποία όλες οι παράμετροί του επικοινωνούν από υπόγειους δρόμους, μεταφέροντας στην ποίηση το βαθύτερο: τα ελληνικά από τις αμμουδιές του Ομήρου στο «Νάμμος» της Ψαρούς.
Δεν είχα εδώ παρά να αναλογιστώ το παράδοξο που εισάγει και ο Σεφέρης, όταν μιλάει για τον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Καβάφη, «τους τρεις μεγάλους, πεθαμένους ποιητές μας που δεν ήξεραν Ελληνικά», διότι στη γλώσσα πρωτίστως υλοποιείται και το «ελληνικό παράδοξο» μεταξύ κρίσης και ανάκαμψης.
Κι όπως ο ηθοποιός, έδωσα κι εγώ όλη μου τη δύναμη (ειλικρίνεια) κι όλη μου την αδυναμία (σκοπιμότητα) για να αναδιπλασιαστώ σαν τον Επιμενίδη, γενόμενος ο «κωμικός» των παθών μου, με τον τρόπο του σοφιστή – διότι ούτε κι αυτό, θαρρώ πως το καταφέρνω.
Ωστόσο δεν είναι το «προσωπικό μου δράμα», που «εξιστορώ» στο ποίημα που αντέγραψα τις προάλλες για το ηλεκτρονικό «Βήμα», αλλά αυτό που ΜΑΣ συμβαίνει εδώ στην Ελλάδα: όλα τα συμβάντα της ζωής μας προτού να μπούνε στη ζωή μας. Ολα όσα δεν ζήσαμε ακόμη και όσα ζήσαμε, και που για να τα ζήσουμε πρέπει να εξισωθούμε με αυτά για να είμαστε άξιοι αυτού που μας συμβαίνει. Ολα δηλαδή τα παράδοξα μιας συγκινητικής κοινωνίας που είναι συγχρόνως αστείες και πολύ σοβαρές ιστορίες για να τις εξιστορούν οι διατεταγμένοι από την ιδεολογία τους πανεπιστημιακοί ιστορικοί ή οι ακαδημαϊκοί όπως ο κύριος Κουνάδης και οσονούπω, εικάζω, ο κύριος Βαγενάς.
Το θέλησα ομολογώ αυτό τούτο το συμβάν της αρρώστιας, όπως – μαθαίνω πλέον σιγά-σιγά ανομολόγητα να θέλω – και το συμβάν του θανάτου μου.
Εγινα έτσι ο επικήδειος μίμος των δικών μου παθημάτων όταν έπαιξα – δηλαδή έγραψα στο χαρτί – ό,τι μου συνέβη, κι όταν αιφνίδια «διασώθηκα από εκείνο που επάνω μου ξεχειμωνιάζει», όπως με βεβαιώνει η Ζέφη Δαράκη και η «Αόρατη Μαρία» της, που βλέπουν αμφότερες «στον ουρανό τον πιο αγέρωχο γκρεμό».
Και επειδή δεν υπάρχουν ιδιωτικά συμβάντα, αλλά όλα είναι «ενικά» και, «κατ’ αυτό τον τρόπο, συλλογικά και ιδιωτικά συγχρόνως», απέσπασα από το καθετί, όπως γράφει ένας άνθρωπος που δεν σηκώθηκε ποτέ από το κρεβάτι του, ο Joë Bousquet, «το άσπιλο μέρος: γλώσσα και θέληση».
Τα κατάφερα; Οι μνησίκακοι θα πουν ότι προβάλλομαι.
Από – βάλλομαι, τους βεβαιώνω, αντιστρέφοντας το ήδη αντεστραμμένο κλάσμα της ύπαρξής μας. Καταλήγοντας σ’ εκείνο που σημείωνα στον τελευταίο στίχο του ποιήματός μου:
«Ωραία που είμαστε εδώ ζεστά και σκοτεινά από την Κάμβρια περίοδο μαζί με στρώματα αργίλου και ρημάτων».
Αντίστροφη υλοποίηση λοιπόν*. Να τι ονομάζουν όσοι καταλαβαίνουν πως από τη μία, η ζωή μας φαίνεται πολύ αδύναμη, κι από την άλλη ότι εμείς είμαστε πολύ αδύναμοι για τη ζωή.
Αυτά, παρακαλώ, δεν μου τα έμαθαν οι δάσκαλοι (ο Blanchot, o Deleuze και ο Derrida). Μου τα έμαθαν οι χορευτές και οι γιατροί.
ΥΓ.:Πριν δύο μήνες έφυγε ξαφνικά απ’ τη ζωή ο νεότερός μου ποιητής Αντώνης Ζέρβας.
Είχε εισπράξει το ελληνικό παράδοξο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια όσο κανείς: αποσιωπήθηκε, γιατί γνώριζε από πρώτο χέρι πως «η μόνη δυνατότητα της ποίησης σήμερα είναι μια βουτιά στην άβυσσο αφού τα υπόλοιπα μοιάζουν σαν καλλιγραφημένα ιδεολογήματα» – μεταξύ των οποίων και τούτο εδώ το κείμενο στο «Βήμα της Κυριακής».
* Η αντίστροφη υλοποίηση, «αληθεύει μόνο για τον ελεύθερο άνθρωπο, γιατί αυτός έχει αντιληφθεί το συμβάν το ίδιο και δεν του επιτρέπει να υλοποιηθεί ως έχει χωρίς να διεργαστεί, ηθοποιός όντας, την αντίστροφη υλοποίησή του».
(Ζιλ Ντελέζ, «Η λογική του νοήματος», ΕΚΚΡΕΜΕΣ, 2021)