Το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι εφέτος θα μείνουν κενές 26.452 θέσεις στα πανεπιστήμια έναντι 17.052 κενών θέσεων πέρυσι. Η αύξηση αυτή οφείλεται στην επιβολή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής που λαμβάνει υπόψη τον μέσο όρο των μαθημάτων κάθε κλάδου (άρα, εμμέσως, τη δυσκολία των θεμάτων κάθε χρονιάς), ώστε να επιτρέψει την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μόνο μαθητών που θα έχουν τα κατάλληλα προσόντα. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει «κενές θέσεις», πρέπει να δούμε από πού προκύπτουν αυτές.
Ο πρώτος παράγοντας που δημιουργεί τις κενές θέσεις είναι ο αριθμός των εισακτέων που ορίζει το υπουργείο για τα πανεπιστήμια μετά από διαβούλευση με τα τμήματα. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι, ενώ τα τμήματα εισηγούνται πολύ μικρότερο αριθμό φοιτητών ώστε να τους εκπαιδεύσουν σωστά, το υπουργείο τούς αναθέτει παραδοσιακά μεγαλύτερο, ενίοτε πολλαπλάσιο αριθμό φοιτητών. Είτε το υπουργείο ανταποκρίνεται σε μια κοινωνική ανάγκη (στην καλύτερη των περιπτώσεων) είτε υποκύπτει σε μια ψηφοθηρική λογική με στόχο την εξυπηρέτηση οικονομικών αναγκών τοπικών κοινωνιών (στη χειρότερη των περιπτώσεων), είναι αναμφίβολο ότι ο πρώτος παράγοντας των κενών θέσεων στα πανεπιστήμια συνδέεται με μια πολιτική διόγκωσης των εισακτέων. Με τους οικονομικούς πόρους που διατίθενται στα πανεπιστήμια σήμερα, αυτές οι θέσεις θα έπρεπε να είναι εξαρχής λιγότερες ώστε να έχουμε τη δυνατότητα παροχής ποιοτικότερων σπουδών.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.