Στην επικείμενη διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ για την εκλογή ηγέτη, καθώς φαίνεται πέντε υποψήφιοι θα διεκδικήσουν την ηγεσία, σε διαδικασία που θα γίνει μεν από τη βάση του κόμματος, αλλά το ποιος έχει το δικαίωμα του εκλέγειν – μέλη ή/και φίλοι – δεν είχε αποσαφηνιστεί την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές. Τόσο η διαδικασία όσο και το αποτέλεσμά της έχουν σημασία για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τον κομματικό ανταγωνισμό. Δύο είναι τα άμεσα, βασικά διακυβεύματα.
Το πρώτο αφορά τη θεσμοποίηση του κόμματος. Η μεγάλη ήττα στις πρόσφατες διπλές κοινοβουλευτικές εκλογές και η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα έθεσαν το κόμμα σε τροχιά ωρίμανσης, σε περιβάλλον τουλάχιστον αντίξοο. Το σοκ που προκάλεσε το μέγεθος της αποδοκιμασίας του εκλογικού σώματος επιβάλλει στο κόμμα αλλαγές, υπό συνθήκες διπλού πένθους: πρώτα της κυβερνητικής κλίσης του κόμματος, δηλαδή της ικανότητάς του να διεκδικεί αξιόμαχα την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας· ύστερα, του ηγέτη που το έφερε από τη γειτνίαση με το κατώφλι του 3% (4,60% το 2009) στη διαμόρφωση της πρώτης κυβέρνησης στην ΕΕ με βασικό εταίρο ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς (36,34% το 2015).
Το σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κρίσιμο και το μεγάλο στοίχημα για την/τον νέα/ο αρχηγό θα είναι αφενός κατά πόσο θα καταφέρει να κρατήσει το κόμμα ενωμένο· αφετέρου, κατά πόσο – πέρα από τη στενή ηγετική ομάδα – ο νέος συνασπισμός διεύθυνσης που θα δημιουργήσει η ηγεσία θα διαμορφώσει συνεκτική πρόταση για τη φυσιογνωμία του κόμματος, ικανή να διεκδικήσει ή να «απειλήσει» την εξουσία. Η ηγετικότητα, άρα, του νέου αρχηγού θα κριθεί σταδιακά.
Το δεύτερο αφορά τη φυσιογνωμία του κόμματος, στον βαθμό που αυτή διαμορφώνεται από τη φύση της διαδικασίας εκλογής αρχηγού. Ηδη από τη δεκαετία του 1990, σταδιακά και με διαφορετικές δοσολογίες, τα πολιτικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη διαστέλλουν το δικαίωμα του εκλέγειν από τα στενά κομματικά όργανα στα μέλη, αλλά και πιο πρόσφατα στους συμπαθούντες. Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται με την παρακμή των κομμάτων τόσο σε επίπεδο μαζικότητας – ικανότητας, δηλαδή, προσέλκυσης μελών – όσο και ως ζωντανών οργανισμών, ικανών να ενσωματώσουν τους ψηφοφόρους στη ζωή του κόμματος, να τους διαπαιδαγωγήσουν πολιτικά, να δημιουργήσουν ταυτίσεις. Αλλοτε σαν θεραπεία και άλλοτε σαν δόλωμα, η ανοιχτή εκλογή ηγέτη φιλοδοξεί με την αύξηση της συμμετοχής να ανανεώσει το κόμμα εσωκομματικά, αλλά και την εικόνα του στην κοινή γνώμη.
Στον βαθμό που επιτυγχάνεται, η αυξημένη συμμετοχή μπολιάζει την εσωκομματική δημοκρατία και προσδίδει στον ηγέτη αυξημένη αποδοχή: πρώτον, το διευρυμένο εκλογικό σώμα νομιμοποιεί τον ηγέτη εσωκομματικά· δεύτερον, δυνητικά αποκαθιστά την επαφή με την κοινή γνώμη· τρίτον, επαναφέρει τις αξιώσεις μεγιστοποίησης εκλογικών δυνάμεων. Κι αυτό γιατί όσο ανοίγει η δεξαμενή του εκλογικού σώματος τόσο περισσότερο τα κριτήρια επιλογής απομακρύνονται από τις προτεραιότητες του στενού κομματικού πυρήνα και πλησιάζουν αυτές της κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα να προκρίνεται ο υποψήφιος που μπορεί να επαναφέρει το κόμμα σε αξιόμαχη εκλογική τροχιά.
Ομως, κάθε απόφαση κομματικής αλλαγής έχει ανταλλάγματα ή, καλύτερα, συμβιβασμούς.
Αναμφίβολα, η εκλογή από τη βάση προεδροποιεί περισσότερο τα πολιτικά κόμματα. Είναι όμως ο εκλεγμένος από τη βάση ηγέτης ένας ισχυρός ηγέτης; Οχι απαραίτητα. Μεταφέροντας τη νομιμοποίηση της εκλογής από το κομματικό ακροατήριο στην κοινή γνώμη, ο νέος ηγέτης είναι υπόλογος στην κοινή γνώμη και, άρα, ευάλωτος σε σχέση με αυτήν. Καθώς, δε, δείκτης της κοινής γνώμης είναι οι εκάστοτε δημοσκοπήσεις, ο ηγέτης που αντλεί νομιμοποίηση από την κοινή γνώμη μπορεί να καταστεί αιχμάλωτος των δημοσκοπήσεων, όχι μόνο σε επίπεδο δημοσίων πολιτικών, αλλά και σε σχέση με τη φυσιογνωμία του κόμματος.
Η έρευνα έχει, δε, αναδείξει ότι σε εσωκομματικό επίπεδο οι εκλογές από τη βάση απονευρώνουν περαιτέρω τις εσωκομματικές διαδικασίες, καθώς η προεδροποιημένη ηγετική ομάδα δύσκολα αμφισβητείται από τα κομματικά όργανα, εάν δεν αποδομηθεί πρώτα από την κοινή γνώμη ή από τους εκλογείς. Η προεδροποίηση των πολιτικών κομμάτων που υπάγεται στη λογική της κοινής γνώμης – την οποία έχουμε ονομάσει «μεταμοντέρνα προεδροποίηση» (στο «Les organisations partisanes à la lumière de la professionnalisation de la communication politique: une présidentialisation inachevée: analyse comparative du Parti socialiste français et du Mouvement socialiste grec», 2015) – είναι άρα εξ ορισμού ατελής προεδροποίηση, που απεκδύει τα πολιτικά κόμματα έτι περαιτέρω από τις παραδοσιακές τους λειτουργίες.
Στην Ελλάδα οι εσωκομματικές εκλογές από μέλη και φίλους εισήχθησαν από το ΠαΣοΚ το 2004, ενώ η ΝΔ υιοθέτησε την πρακτική το 2009. Και καθώς οι καινοτομίες συχνά συνοδεύονται από κρίσεις, δεν ήταν πάντα εσωκομματικά αναίμακτη η αλλαγή. Η πρακτική όμως επικράτησε και το κεκτημένο δύσκολα ανατρέπεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το τελευταίο από τα πολιτικά κόμματα που διεκδικούν την εξουσία που διενεργούσε μέχρι πρόσφατα εκλογή ηγεσίας κεκλεισμένων των κομματικών θυρών. Αν και η πρακτική αυτή άλλαξε το 2022 με την επανεκλογή του Τσίπρα από τα μέλη, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν θα δοθεί δικαίωμα και σε μη κομματικά μέλη να συμμετέχουν, σημαντική ίσως παράμετρος για την καταγραφή συμμετοχής.
Σε κάθε περίπτωση, η εκλογή του 2023 θα αλλάξει τον ΣΥΡΙΖΑ. Μένει να φανεί πόσο και πώς.
H κυρία Λαμπρινή Ρόρη είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.