Πριν από ακριβώς εκατό χρόνια τελείωνε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Επειτα από διαπραγματεύσεις, είχε αποφασιστεί τα όπλα να σιγήσουν στις 11 το πρωί, της 11ης μέρας, του 11ου μήνα του 1918.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος [ΑΠΠ, στο εξής] είχε σημάνει το τέλος μιας μακράς περιόδου κατά την οποία η Ευρώπη, σε σύγκριση με το παρελθόν, είχε γνωρίσει μόνον τοπικά περιορισμένους πολέμους, όπως ο Κριμαϊκός (1853-56), ο Πόλεμος της Ιταλικής Ανεξαρτησίας (1859-61), ο Πρωσοαυστριακός (1866), ο Γαλλογερμανικός (1870-71). Επίσης, ο ΑΠΠ υπήρξε τομή ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων, τόσο στο πεδίο της τακτικής, όσο και σε εκείνο της χρησιμοποίησης νέων όπλων (άρματα μάχης, αεροπλάνα, υποβρύχια, δηλητηριώδη αέρια, κ.ά.).
Ως προς τις συνέπειές του εξάλλου, οι συνθήκες ειρήνης που ακολούθησαν τη λήξη του άλλαξαν κυριολεκτικά τον χάρτη του κόσμου, με τη διάλυση τεσσάρων αυτοκρατοριών (Ρωσικής, Γερμανικής, Αυστροουγγρικής, Οθωμανικής) και τη δημιουργία νέων κρατών (Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), καθώς και με σημαντικές αλλαγές στα έως το 1914 σύνορα. Συνέπειες, έστω και έμμεσες, του ΑΠΠ υπήρξαν επίσης μείζονα ιστορικά γεγονότα όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση, που έφερε τους μπολσεβίκους στην εξουσία. Στις συνέπειες του ΑΠΠ θα πρέπει να συνυπολογιστούν επιπλέον τα βαθιά τραύματα που τα εκατομμύρια των θυμάτων του, σε όλα λίγο-πολύ τα μέτωπα, προκάλεσαν στις κοινωνίες των εμπολέμων (Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, λιγότερο Μ. Βρετανία και Ιταλία, ακόμα λιγότερο Ηνωμένες Πολιτείες).
Οσο για την ελληνική κοινωνία, νομίζω ότι τον ΑΠΠ τον πέρασε πιο ξώφαλτσα απ’ ό,τι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, του οποίου οι συνέπειες υπήρξαν εξαιρετικά οδυνηρές για τη χώρα, τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής όσο και λόγω του Εμφυλίου Πολέμου που την ακολούθησε. Κατά τη γνώμη μου, οι λόγοι που ο ΑΠΠ δεν άφησε τόσο βαριά τα ίχνη του στην ελληνική κοινωνία ήταν αφενός η περιορισμένη (αν και διόλου ευκαταφρόνητη) συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στις πολεμικές επιχειρήσεις και αφετέρου η αλληλοεπικάλυψη, τρόπον τινά, των αμιγώς πολεμικών γεγονότων και εξελίξεων με τον Διχασμό, ο οποίος από το 1915 και για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα θα διαπερνά και θα διαποτίζει όχι μόνο την πολιτική ζωή της χώρας, αλλά και την ελληνική κοινωνία γενικότερα.
Επανερχόμενος, όμως, στην ανακωχή της 11ης πρωινής της 11.11.1918, αξίζει νομίζω να επισημανθούν ορισμένα κρίσιμα γεγονότα και δεδομένα που ανάγκασαν τη Γερμανία να συνθηκολογήσει:
•Η έξοδος ουσιαστικά της Ρωσίας από τον πόλεμο, η οποία επισφραγίστηκε με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ τον Μάρτιο του 1918, αντισταθμίστηκε κατά κάποιον τρόπο από την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών, ήδη από τον Απρίλιο του 1917, να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία, ενισχύοντας έτσι το στρατόπεδο της Αντάντ σε μια κρίσιμη στιγμή, με έμψυχο υλικό, και κυρίως από άποψη εξοπλισμών και ανεφοδιασμού.
•Η Γερμανία, την οποία ουσιαστικά από το 1916 κυβερνούσε το Γενικό Επιτελείο, δεν αξιοποίησε όπως και όσο θα μπορούσε την κατάρρευση των αντιπάλων της στο Ανατολικό Μέτωπο. Κι αυτό επειδή, εκτός των άλλων, κράτησε ισχυρές δυνάμεις εκεί, προκειμένου να προωθήσει τους, μεγαλοϊδεατικούς εν πολλοίς, γεωπολιτικούς στόχους της στην ευρύτερη περιοχή (Ουκρανία, Πολωνία, Βαλτικές Χώρες).
•Ο ναυτικός αποκλεισμός με πρωταγωνίστρια τη θαλασσοκράτειρα Μ. Βρετανία είχε τελικά ως αποτέλεσμα να βρίσκεται η Γερμανία σε ολοένα και πιο δύσκολη θέση από άποψη ανεφοδιασμού ακόμα και σε είδη πρώτης ανάγκης.
•Η τελευταία ουσιαστικά ελπίδα των Κεντρικών Δυνάμεων να κερδίσουν τον πόλεμο ήταν η λεγόμενη επίθεση Λούντεντορφ στο Δυτικό Μέτωπο, την άνοιξη του 1918. Από τη στιγμή που η γερμανική αυτή επίθεση αναχαιτίστηκε και οι δυνάμεις της Αντάντ εξαπέλυσαν σφοδρή αντεπίθεση τον Ιούλιο-Αύγουστο, η έκβαση του πολέμου ήταν λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη – πολλώ μάλλον, καθώς δύο βασικοί σύμμαχοι της Γερμανίας δεν θα αργούσαν να συνθηκολογήσουν (η Βουλγαρία στις 29 Σεπτεμβρίου και η Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 30 Οκτωβρίου).
Με τη δυσφορία των πολιτών αλλά και μονάδων των ενόπλων δυνάμεων να έχει αυξηθεί κατακόρυφα το φθινόπωρο του 1918, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι, δείχνοντας ότι διαμορφώνονταν προϋποθέσεις ακόμα και για ανεξέλεγκτες καταστάσεις, ήταν αφενός η άρνηση των ναυτών του γερμανικού στόλου να θέσουν σε κίνηση τα πλοία στις 29 Οκτωβρίου και αφετέρου οι ταραχές που ξέσπασαν στο Βερολίνο και στο Μόναχο στις 8-9 Νοεμβρίου. Ο κάιζερ Γουλιέλμος Β’ και ο διάδοχος παραιτήθηκαν τότε και κατέφυγαν στην Ολλανδία, παραδίδοντας ουσιαστικά, σε συνεννόηση με το Γενικό Επιτελείο, τη διακυβέρνηση της χώρας στον Εμπερτ και τον Σάιντεμαν, ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, το οποίο έδειχνε το μόνο ικανό να αποτρέψει τις «ανεξέλεγκτες καταστάσεις».
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι μια μερίδα του γερμανικού στρατού (κυρίως όσοι είχαν πολεμήσει στο Ανατολικό Μέτωπο όπου, όπως οι ίδιοι έλεγαν, «δεν ηττήθηκαν ποτέ») θεώρησε τη συνθηκολόγηση «πισώπλατη μαχαιριά» (Dolchstoss), την οποία δέχτηκαν τα γερμανικά στρατεύματα από τους κάθε είδους «ηττοπαθείς και ειρηνιστές», με πρωταγωνιστές «τους εβραίους και τους σοσιαλιστές». Αυτοί οι στρατιώτες και αξιωματικοί θα καλλιεργήσουν συστηματικά τον «θρύλο της μαχαιριάς στην πλάτη» (Dolchstosslegende), θα στελεχώσουν εν πολλοίς τα διαβόητα Freicorps, θα σπεύσουν να χαρακτηρίσουν «επαίσχυντη» τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, θα πλαισιώσουν αργότερα έναν συνάδελφό τους, έναν δεκανέα ο οποίος είχε τραυματιστεί στο Δυτικό Μέτωπο, που ήδη από το 1920 είχε αρχίσει να αναπτύσσει έντονη πολιτική δράση: τον Αντολφ Χίτλερ.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.