Τις μέρες των μεγάλων θρησκευτικών εορτών αναρωτιόμαστε συχνά για το περιεχόμενο και για την ποιότητα της πίστης που εκδηλώνουμε με τη συμμετοχή μας σε συγκεκριμένες λατρευτικές πρακτικές, αλλά και με τη μέθεξη στην όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Είναι μάλλον κοινότοπη η διαπίστωση πως μέσα στις εκκοσμικευμένες, μετανεωτερικές κοινωνίες φαίνεται να έχει χαθεί το αρχικό νόημά της. Νιώθουμε πως έχουμε ξεχάσει τι, γιατί και πώς πιστεύουμε. Στρεφόμαστε έτσι στη φιλοσοφική ανάλυση που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να φωτίσουμε τα αντικείμενα, τους λόγους και τους τρόπους της πίστης.
Ετσι, δεν αργούμε να κατανοήσουμε πως η θρησκευτική πίστη δεν συνίσταται απλώς σε μια νοητική συγκατάθεση στην αλήθεια προτάσεων που αναφέρονται σε δόγματα για την ύπαρξη υπερβατικών όντων και δυνάμεων και για τη σχέση τους με τον κόσμο και με τους ανθρώπους. Σημαντικότερες ίσως είναι οι θυμικές, οι βιωματικές και οι βουλητικές συνιστώσες της αποδοχής τέτοιων πεποιθήσεων, οι οποίες συνήθως συνεπάγονται την υπαρξιακή δέσμευση σε μια γενική κοσμοαντίληψη και σε συγκεκριμένες μορφές ζωής. Αυτή η αποδοχή νoηματοδοτεί τον βίο και έχει πρακτικές συνέπειες για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς μας.
Στις μεγάλες μονοθεϊστικές παραδόσεις, και ιδιαίτερα στον Χριστιανισμό, η πίστη εκφράζει μια σταθερή ψυχική στάση εμπιστοσύνης απέναντι στον Δημιουργό, που δεν μπορεί να προκύψει μέσω της ανεύρεσης επαρκών τεκμηρίων ή μέσω της συναγωγής συμπερασμάτων για την ύπαρξή Του από έγκυρα επιχειρήματα. Ο Θεός της Βίβλου, ο οποίος αποκαλύπτεται ως αγαπητικό Πρόσωπο στην καρδιά του πιστού, διαφέρει πολύ από τον Θεό των φιλοσόφων, παραδοσιακό αντικείμενο μεταφυσικών διερευνήσεων. Το πρόβλημα για την αναζήτησή Του σήμερα είναι κατά πόσον το κυρίαρχο φυσιοκρατικό κοσμοείδωλο αφήνει περιθώρια όχι τόσο για την ορθολογική στήριξη κεντρικών θέσεων της θεολογικής διδασκαλίας, αλλά για τη διατήρηση γνήσιων θρησκευτικών προσανατολισμών και τρόπων ζωής. Εκείνο που υπονομεύει περισσότερο τη δυνατότητα της πίστης δεν είναι η ανεπάρκεια της συλλογιστικής, η αστοχία θεωρητικών αποδείξεων ή η έλλειψη κατάλληλων ενδείξεων, αλλά κυρίως η απουσία του απαραίτητου βιωματικού υποβάθρου, μέσα σε ένα απομαγευμένο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Αυτή τελικά οδηγεί σε έναν αθεϊσμό ή αγνωστικισμό αδιαφορίας.
Το βιωματικό υπόβαθρο της χριστιανικής πίστης διαβρώνεται καθώς κλονίζονται και αποσαθρώνονται τα αξιακά του ερείσματα μέσα σε ένα μεταμοντέρνο υλιστικό και τεχνοκρατικό πλαίσιο. Μαζί με την προοδευτική απώλεια της αίσθησης του ιερού προβάλλει το φάσμα της επικράτησης ενός ισοπεδωτικού μηδενιστικού πνεύματος. Η παρακμή της πίστης στις δυτικές κοινωνίες συνδέεται έτσι άμεσα με τη γενικότερη κρίση αξιών και νοήματος. Ως αντίδραση σ’ αυτήν την κρίση μπορεί να ερμηνευθεί και η διάδοση επικίνδυνων προνεωτερικών θρησκευτικών αντιλήψεων, ριζωμένων στις φονταμενταλιστικές εκδοχές του πολιτικού Ισλάμ.
Εδώ πρέπει να θυμηθούμε πως, για τον Χριστιανισμό, η αυθεντική πίστη, εκτός από νοητική και ψυχική στάση και βουλητικό ενέργημα, αποτελεί βασική αρετή, όπως η ελπίδα και η αγάπη. Και η εξασθένιση, η διαστρέβλωση ή και η πλήρης εξαφάνισή της θα ήταν εύλογο να συσχετιστούν με την έκλειψη του μείζονος συγκροτητικού στοιχείου του ηθικού μας πυρήνα, δηλαδή της αγάπης. Το ότι έχουμε ξεχάσει πώς να πιστεύουμε στον Θεό, ο οποίος νοείται ως αγάπη, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι δεν ξέρουμε πλέον πώς να αγαπάμε τον πλησίον.
Με αφετηρία τις παραπάνω επισημάνσεις μπορεί νομίζω να καταλήξει κανείς στη σκέψη πως οποιαδήποτε απόπειρα αναβίωσης της χαμένης σε μεγάλο βαθμό πίστης θα στηρίζεται στην επανεύρεση μέσα μας της πηγής της πραγματικής αγάπης. Η δύναμή της μας επιτρέπει να απελευθερωθούμε από τον εγωιστικό εγκλεισμό στην ατομικότητά μας και να ανοιχθούμε στους άλλους, πριν να ελπίσουμε να αναχθούμε στον υπερβατικό Αλλο. Οπως γράφει ο μεγάλος ελβετός ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Χανς Ουρς φον Μπαλτάσαρ, «άξια πίστεως είναι μόνο η αγάπη». Οπότε, οφείλουμε να παραιτηθούμε κατ’ αρχήν από τη χρήση των διανοητικών εργαλείων του Λόγου και να ακολουθήσουμε τον δρόμο της καρδιάς, με την προσδοκία πως το σωστό «πώς» των βιωμάτων θα στηρίξει και την αποδοχή του «τι» των θεωρητικών δογμάτων. Δεν θα καταφύγουμε σε μοναχικές πνευματικές ασκήσεις με μυστική απόβλεψη, αλλά θα αποδυθούμε στην ενεργητική επιδίωξη της πραγμάτωσης κοινών αξιών, μέσω της αλληλεγγύης, της συμπαράστασης και της διαρκούς προσφοράς προς τους συνανθρώπους μας, σε ποικίλες περιστάσεις δοκιμασίας τους απέναντι στις διάφορες εκφάνσεις του Κακού.
Βέβαια, για πολλούς από μας ίσως δεν θα τελεσφορήσει η προσπάθεια ανάδειξης μιας βαθύτερης οντολογικής πραγματικότητας με τη μορφή του Τριαδικού αγαπητικού Θεού της χριστιανικής παράδοσης. Μπορεί να είναι δυνατή η έσχατη νοηματοδότηση των πράξεών μας από τα ηθικά διδάγματα της Καινής Διαθήκης, προσαρμοσμένα στις συνθήκες της εποχής μας, αλλά να αδυνατούμε να πιστέψουμε στις αφηγήσεις της ενανθρώπισης, του Θείου Πάθους και της Ανάστασης, ή στα μυστήρια της Εκκλησίας και στις σωτηριολογικές επαγγελίες της Δευτέρας Παρουσίας. Ωστόσο, στον βαθμό που είμαστε σε θέση να μεταφράζουμε όλα αυτά σε μεταφορικές αλήθειες ικανές να διαμορφώσουν έναν λυτρωτικό τρόπο ζωής και να μας δεσμεύσουν σε αυτόν, η πίστη μας δικαιώνεται. Ακόμη και αν τελικά οδηγεί μόνο σε μια ηθική θρησκεία χωρίς Θεό, μπορούμε να τη θεωρήσουμε πολύτιμο γνωσιολογικό και βιωματικό έρεισμα του αξιακού μας στερεώματος.
Ο κ. Στέλιος Βιρβιδάκης είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ.