Ο κόσμος της έρευνας στη χώρα μας πρωταγωνιστεί συχνά σε προτάσεις για τη δημιουργία ευρύτερων clusters (συμπλεγμάτων συνεργασιών), καινούργιων «ναών της γνώσης», από τους οποίους θα αναδύεται η εκπαιδευτική και τεχνολογική ώσμωση της χώρας.
Η παράλληλη αυτή «έρευνα» δεν είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Αν και διανύουμε τον 21ο αιώνα, τα ερευνητικά κέντρα αναζητούν ακόμη τη θέση τους στον χάρτη. Θα πρέπει άραγε να συνδέονται στενά με τον παραγωγικό ιστό, όπως συμβαίνει τα τρία τελευταία χρόνια; Ή μήπως ο φυσικός τους χώρος είναι στα πανεπιστήμια και ένα περιβάλλον απαλλαγμένο από τις επιδιώξεις της αγοράς;
Δείτε ακόμα
- Ανάχωμα στη «σπατάλη» εγκεφάλων
- Κύρος, πλούτος και ευ ζην
- Χώρος ενιαίος και αδιαίρετος
- Το οριστικό τέλος της «στρατευμένης» έρευνας
Oπως σε κάθε συζήτηση, έτσι και σε αυτή οι απόψεις διίστανται. Η διάσταση των απόψεων, ωστόσο, είναι από τη φύση της παραγωγική: Πλήθος προτάσεων διατυπώνονται και πολλές είναι οι λύσεις που υποδεικνύονται, μεταξύ των οποίων είναι και η σύσταση ενός αυτόνομου υπουργείου Ερευνας και Καινοτομίας που ως τέτοιο θα συνδέεται τόσο με την εκπαίδευση όσο και με την ανάπτυξη. Μια άλλη πρόταση, πάλι, όχι τόσο συνυφασμένη με την εκτελεστική εξουσία αλλά εξίσου φιλόδοξη, θέλει τη δημιουργία ενός Εθνικού Οργανισμού Ερευνας, ο οποίος θα έχει την ευθύνη του συντονισμού, της χρηματοδότησης και της αξιολόγησης ινστιτούτων και έργων.
Μια τρίτη «σχολή» επιμένει στους κοινούς δρόμους που συνδέουν την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα, σαν η δεύτερη να είναι αποκλειστικά «σαρξ εκ της σαρκός» της πρώτης. Ο κοινός δρόμος, λένε, θα έπρεπε να οδηγήσει σε μια κοινή στέγη ή, πιο πρακτικά, σε ένα υπουργείο ΑΕΙ και Eρευνας, που θα είναι απαλλαγμένο από τα βάσανα των υπόλοιπων βαθμίδων της εκπαίδευσης για να μπορέσει να αφιερωθεί απερίσπαστο στα δικά του.
Στις διαφορετικές αυτές «σχολές» εντοπίζει κανείς μια κοινή συνισταμένη. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη διαπίστωση πως η έρευνα στη χώρα μας είναι υποχρηματοδοτούμενη, ένας «φτωχός συγγενής» που δεν αγωνιά μόνο για τα ερευνητικά αποτελέσματα αλλά πολλές φορές για την ίδια του τη δυνατότητα να αφιερωθεί απερίσπαστος στο έργο του – αν όχι για την ίδια του την επιβίωση. Είναι μια αγωνία που τα τελευταία χρόνια δείχνει να συμμερίζεται και η Πολιτεία αναγνωρίζοντας ότι πρωτοπορία στο διεθνές περιβάλλον σημαίνει πρωτίστως πρωτοπορία στην έρευνα.
Την ίδια ώρα, όμως, η Πολιτεία αδυνατεί να εγκαθιδρύσει ένα στιβαρό μοντέλο διαχείρισης της έρευνας στη χώρα μας. Πρόκειται για μια διαρκή όσο και αναποτελεσματική αναζήτηση, από την οποία απουσιάζει η πολιτική συναίνεση, κάτι που εξηγεί γιατί η διαχειριστική ευθύνη «γυρίζει» συνεχώς μεταξύ διαφορετικών υπουργείων.
Απουσιάζει, τελικά, η στρατηγική κατεύθυνση. Κι αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο επιβάλλεται η συζήτηση να μείνει «ζωντανή» προκειμένου να απαντηθεί το μείζον και πλέον ουσιαστικό ερώτημα. Τι έρευνα θέλουμε σε αυτή τη χώρα;