H δουλειά μου είναι να χειρίζομαι όπλα. Εσείς ίσως νομίζετε ότι είμαι αρθρογράφος, ποιήτρια, μεταφράστρια – και φυσικά και είμαι όλα αυτά. Αλλά, βασικά, χειρίζομαι όπλα. Γιατί αυτό είναι οι λέξεις. Ή αυτό μπορούν να γίνουν, τέλος πάντων, αν χρησιμοποιηθούν καταλλήλως και εντός επιμελώς προετοιμασμένων συνθηκών.

Σας τα λέω όλα αυτά γιατί κοιτάζω ένα βίντεο από την τελευταία συγκέντρωση του Ντόναλντ Τραμπ στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν στη Νέα Υόρκη, όπου ο ίδιος και διάφοροι κολλητοί του εκτοξεύουν από τη σκηνή αφιλτράριστες λέξεις εν είδει συνθημάτων: η Κάμαλα Χάρις είναι «ο αντίχριστος»· η Χίλαρι Κλίντον ήταν μια «αρρωστημένη γαμ*** μαλ***»· το κόμμα των Δημοκρατικών είναι «ένα μάτσο εκφυλισμένοι».

Περισσότερο από την αχαλίνωτα βίαιη ρητορική, την προσοχή μου τραβάει η αντίδραση του κοινού: δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνουν τι λέγεται επί σκηνής· είναι ότι δεν τους νοιάζει. «Πρέπει να τους σφάξουμε, αυτούς, τους άλλους!» φωνάζει ένας εκ των ομιλητών. «Είναι οι εχθροί εκ των έσω» λέει ο ίδιος ο Τραμπ αργότερα, για τους Δημοκρατικούς. Τα λόγια τους θυμίζουν μερικές από τις μελανότερες στιγμές της ιστορίας του 20ού αιώνα: τη ρητορική των Ναζί στη Νυρεμβέργη και τα συνθήματα των Νεότουρκων κατά των Αρμενίων. Και όσο πιο πολύ μίσος εκτοξεύεται από σκηνής τόσο πιο πολύ εξάπτεται το κοινό. Η εχθρότητα το τρέφει, το μεθάει, το παρακινεί.

Εύκολο να διαπιστώσει κανείς εδώ τα γνώριμα σημάδια του εκφασισμού. Και ίσως πολλοί αναρωτηθούν πώς φτάσαμε εδώ πέρα. (Ξεχειλώνοντας σταδιακά τα όρια της ανοχής και της δημοκρατίας, θα τους απαντήσω: όταν για χρόνια υπηρετείται μια ρητορική μίσους εναντίον όσων διαφωνούν, όταν εκφράζεται ανερυθρίαστα η πεποίθηση ότι υπάρχει, εντός των θεσμών, ένα «Βαθύ Κράτος» που υπονομεύει ακόμα και τον ίδιο τον τότε Πρόεδρο, όταν διακριτικά επιδοκιμάζεται η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της 6ης Ιανουαρίου 2021, τότε οι λέξεις έχουν προ πολλού σμιλευθεί σε εν αναμονή όπλα.)

Οι διαπιστώσεις αυτές όμως δεν απαντούν στο βασικό ερώτημα που με τυραννάει: γιατί εβδομήντα και βάλε εκατομμύρια αμερικανών ψηφοφόρων – που δεν ανήκουν στην σκληροπυρηνική σέχτα με τα κόκκινα MAGA καπελάκια, τις θεωρίες συνωμοσίες και τη δίψα για την επί σκηνής επιθετικότητα – δεν αποστρέφονται τη βία που τόσο ξεκάθαρα προκρίνεται και συνεχίζουν να δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν Τραμπ;

Μία εξήγηση ίσως είναι ότι αδυνατούν να συνδέσουν την υπόσχεση της βίας με την άσκηση της βίας – παρ’ όλο το τρανταχτό παράδειγμα της αμφισβήτησης των εκλογικών αποτελεσμάτων το 2020, που οδήγησε σε απόπειρα πραξικοπήματος. Δεν πιστεύουν, δηλαδή, ότι οι λέξεις θα οπλίσουν χέρια.

Μα πώς; Δοκιμάζω πάλι μια εξήγηση: ίσως γιατί η αλληλεπίδραση στα κοινωνικά δίκτυα (κι εδώ θυμηθείτε ότι υπάρχουν και πλατφόρμες χωρίς καθόλου ή με ανεπαρκή φίλτρα κατά της ρητορικής μίσους) επιτρέπει σε πολλούς χρήστες – κρυμμένους πίσω από τις περσόνες και τις οθόνες τους κι ενθαρρυμένους, επί τούτου, από μποτ και μισθωτά τρολ – να βρίζουν όπως κι όποιον θέλουν, χωρίς κανέναν απολύτως αντίκτυπο στην πραγματική τους ζωή.

Οι δε υποτιθέμενες δικλίδες ασφαλείας όχι μόνο αδυνατούν να αντικαταστήσουν τους ζωντανούς κοινωνικούς μηχανισμούς εξοστρακισμού της επιθετικότητας, αλλά εξουδετερώνονται κι από τους αλγορίθμους που ανατροφοδοτούν μίση και αυταρέσκεια: όμοιος ομοίω αεί πελάζει. Είναι λες κι εκατομμύρια καθημερινοί σιωπηροί δικτατορίσκοι, πίσω από τον απατηλό καθρέφτη του διαδικτύου, εξεμούν και αυτο-επιβεβαιώνονται και αλληλοϋποστηρίζονται χωρίς ποτέ να επωμίζονται τις συνέπειες της βίαιης ρητορικής τους. Γιατί να μην αποσυνδέσουν τη βία των λέξεων από την άσκηση της βίας και τις συνέπειές της;

Κι είναι αυτό μόνο πρόβλημα των ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικανών; Οχι, φυσικά. Ομως οι Ρεπουμπλικανοί μόνο υπόσχονται βία και «εκκαθαρίσεις» σ’ αυτές τις εκλογές. Κι είναι η γενικευμένη απευαισθητοποίηση των ψηφοφόρων στη βία των λέξεων που ίσως επιτρέψει, ξανά, στα βίαια στόματα να γίνουν όπλα με εξουσία.

Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.