Εχω επανειλημμένα διακηρύξει την πεποίθησή μου – ασφαλώς υποκειμενική και ασφαλώς υποκείμενη σε κριτική – πως η παρούσα κυβέρνηση είναι από τις καλύτερες που είχε ο τόπος, τουλάχιστον κατά τη μεταδικτατορική περίοδο: Διαχειριζόμενη τη δημόσια εξουσία σε μια περίοδο «κατάσπαρτη» με κρίσεις, εκτιμώ πως δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποτυχημένη. Από τα «μικρά» (βλέπε τη συμβολή της στην – εξυψωτική του «πολιτισμού της καθημερινότητας» – π.χ. τη διαχείριση του θέματος του καπνίσματος στους κλειστούς χώρους…). Μέχρι τα «μεγάλα» (π.χ. τη διασφάλιση πλέγματος πολύτιμων και εξυψωτικών του διεθνούς κύρους της χώρας – αν και ενδεχομένως όχι πάντα ακίνδυνων – εθνικών συμμαχιών, την τροφοδότηση με ορθολογικές επιλογές της εθνικής αναπτυξιακής δυναμικής, την εύστοχη διαχείριση των γεωπολιτικών μας πλεονεκτημάτων προκειμένου να διασφαλιστεί η ανοχή διεθνών πολιτικοοικονομικών παραγόντων σε αναγκαίες, λόγω των συνθηκών, πράξεις δημοσιονομικής «ελευθεριότητας» κ.ο.κ.). Περνώντας από πάρα πολλά «ενδιάμεσα». Εδειξε και ανέδειξε αντανακλαστικά, ικανότητες, σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα. Ενώ, ασφαλώς, μόνο αν κάποιος ήθελε να «κλέψει εκκλησία» θα σύγκρινε την ανθρωποσύνθεσή της προς αυτή της προκατόχου κυβέρνησης.
Βέβαια, από την άλλη, είναι γνωστό πως δεν υπάρχουν ούτε αναμάρτητα ούτε άσφαλτα συστήματα εξουσίας, αφού αυτά πάντα υπόκεινται σε πολλαπλές προκλήσεις και συναλλάσσονται με όχι ανιδιοτελείς πιέσεις. Μάλιστα ο Ασημάκης Πανσέληνος έλεγε πως κάθε εξουσία είναι εξ ορισμού και εκ της αφετηρίας «ένοχη».
Και προφανώς δεν είναι λίγα αυτά που θα μπορούσαν να καταλογιστούν ως πράξεις ή ως παραλείψεις στο σύστημα εξουσίας που συγκρότησε ο μικρανιψιός του Ελευθερίου Βενιζέλου (τον οποίο Βενιζέλο ο συνεπώνυμός του σύγχρονος πολιτικός αποκαλεί συχνά – επανέλαβε, δε, τον χαρακτηρισμό στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου μου για τη Δίκη των «Εξι» – «αστό λενινιστή»). Αρνητικά τα οποία ενισχύουν την πολιτικά βλαπτική για την κυβέρνηση επίδραση παραγόντων – όπως ο εισαγόμενος πληθωρισμός – για τους οποίους το κυβερνητικό σχήμα ναι μεν δεν ευθύνεται, πλην όμως τους πληρώνει πολιτικά, με βάση τη λογική του δημοκρατικού πολιτεύματος, που θέλει να καταλογίζεται στην εκάστοτε εξουσία η εξ αντικειμένου υπαιτιότητα για κάθε αρνητική εξέλιξη.
Ποια είναι όμως η πολιτικοηθική απαξία, αλλά και η ενδεχόμενη εκλογική επίδραση των συνειδητών και εύλογα καταλογίσιμων στους κυβερνώντες σφαλμάτων και αμαρτημάτων του «μητσοτάκειου συστήματος»;
Νομίζω πως η σχετική ατολμία μπροστά στα κραυγαλέα κακώς έχοντα του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας δεν ενοχοποιεί πολύ στην κοινωνική συνείδηση την κυβέρνηση – και άρα εκλογικά δεν θα της κοστίσει πολύ – για αρκετούς λόγους: Βάσει σύγκρισης με τους προηγούμενους. Αλλά και επειδή αρκετοί παράγοντες της εκπαιδευτικής κακοδαιμονίας μας συνδέονται με ευρύτερες νοσηρές κοινωνικές νοοτροπίες και παθογένειες, τις οποίες ο λαός υποστηρίζει και υποθάλπει…
Ανάλογα θα μπορούσαν να λεχθούν και για τη δραματική απραξία του κυβερνητικού σχήματος (και του αρμόδιου… μικροβιολόγου υπουργού) μπροστά στις πολλαπλές νοσηρότητες της Δικαιοσύνης: μικρό μέρος της κοινωνίας αισθάνεται πως αυτές το αφορούν, ενώ κυριαρχεί και η αντίληψη πως το εν πολλοίς αυτονομημένο «τέρας» του δικαιοδοτικού συστήματος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από καμία πολιτική εξουσία.
Κάποιες κραυγαλέα ατυχείς επιλογές πολιτικού και δη κοινοβουλευτικού προσωπικού της κυβερνώσης παράταξης προσεγγίζονται ως αναπόφευκτα ατυχήματα που όλες οι παρατάξεις κατά καιρούς αντιμετωπίζουν. (Και εδώ είναι εύκολη η υπόμνηση ανάλογης επιλογής κόρης γνωστού και αγαπημένου τραγουδοποιού από τον βασικό αντίπαλο πολιτικό χώρο.)
Το ζήτημα των υποκλοπών – και η μη συγκαλυπτόμενη συστηματική κυβερνητική προσπάθεια για κατά το δυνατόν συσκότιση και μη αποκάλυψη του δυσώδους αυτού θέματος – ασφαλώς και ενοχλεί. Πρωτίστως όμως ενοχλεί κάποιους πολίτες, σχετικώς ευάριθμους ή ευαρίθμητους, με ιδιαίτερες θεσμικές ευαισθησίες (έστω και αν όλοι αυτοί δεν αποδέχονται τη «βαγγελοβενιζέλεια» ανάγνωση του Συντάγματος, σύμφωνα προς την οποία οι αιρετοί – ως συλλογική μετενσάρκωση της παλιάς απόλυτης μοναρχίας, δηλαδή ως πρωτογενής έκφραση της λαοπρόβλητης πλέον κρατικής κυριαρχίας – δεν επιτρέπεται να παρακολουθούνται). Για τους πολλούς αυτό δεν είναι απλώς ένα ήσσον ζήτημα σε σχέση με τα προβλήματα της καθημερινότητάς τους. Αρκετοί θα ήταν έτοιμοι ακόμη και να δικαιολογήσουν τον Πρωθυπουργό με βάση τη λογική πως και τον εαυτό του προσπαθεί να προστατεύσει από συνεργάτες που θα μπορούσαν να τον υπονομεύουν. Και το δημόσιο χρήμα ενδεχομένως θέλει να μπορεί να περιφρουρήσει από κυβερνοπαράγοντες τυχόν υποκείμενους σε πονηρές έλξεις. Ισως, δε, και το εθνικό συμφέρον σε κάποιες περιπτώσεις να επιδιώκει μέσω μιας τέτοιας πρακτικής να θωρακίσει.
Ανεξαρτήτως λοιπόν των προσωπικών εκτιμήσεών μου για την ηθική ή/και πολιτική απαξία επιμέρους κυβερνητικών ενεργειών ή παραλείψεων, αυτό που δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι θα βρεθεί σημαντικό τμήμα της κοινωνίας έτοιμο να δικαιολογήσει, τώρα που προσεγγίζει η ώρα του απολογισμού, είναι η απαράδεκτη, αποτρόπαιη, έως και βδελυρή προσπάθεια εξαγοράς με δημόσιο χρήμα πολιτικής επιρροής κατά την αρχική φάση της πανδημίας. Με την ανεκδιήγητη – επίσης δε προφυλασσόμενη ως κόρη οφθαλμού, λες και η διασπάθιση δημοσίου χρήματος μπορεί να χαρακτηριστεί… προσωπικό δεδομένο – λίστα Πέτσα. Χωρίς, ωστόσο, και αυτής να μπορώ να υπολογίσω επακριβώς, συνεκτιμωμένων και των υπολοίπων παραγόντων, την επίδραση στην κάλπη.
Το μόνο, επομένως, που μπορώ να πω είναι πως τα παλιά βιβλία είχαν στο τέλος σελίδα επιγραφόμενη «Διόρθωσις Ημαρτημένων». Για το συγκεκριμένο αυτό ημαρτημένο ηθικά δεν υπάρχει δυνατότητα διόρθωσης…
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.