Φαίνεται ότι η Αθήνα έχει γίνει της μόδας. Το σχόλιό μας πριν από δυόμισι χρόνια (Α. Γιακουμακάτος, «Σιωπή πάνω στην πόλη», Το Βήμα, 24.10.2021) αφορούσε μια εποχή όπου η δημόσια συζήτηση για την Αθήνα περιστρεφόταν αποκλειστικά γύρω από το έργο του Ελληνικού, στις οικονομικές μάλιστα σελίδες των εφημερίδων: αν υπήρχε τότε ένα ζήτημα εκεί ήταν «το ύψος του ουρανοξύστη». Βέβαια, η συζήτηση για τη σχέση αυτού του έργου με το μητροπολιτικό συγκρότημα δεν έγινε ποτέ (τουλάχιστον όχι ακόμα). Στην περίοδο που ακολούθησε οι δημόσιες πρωτοβουλίες, ο προβληματισμός και τα δημοσιεύματα για την πορεία της πρωτεύουσας αυξήθηκαν σημαντικά, και αυτό είναι καλό. Οι προσεγγίσεις ωστόσο έχουν σε μεγάλο βαθμό εμπειρικό και διαπιστωτικό χαρακτήρα: ένα στρατηγικό σχέδιο για την Αθήνα δεν φαίνεται να υπάρχει.
Ενας απλός περίπατος στην πόλη (εννοώ στο κέντρο της Αθήνας) αφήνει ομολογουμένως σήμερα μια πιο γλυκιά γεύση. Η πόλη έχει «ομορφύνει» με σειρά ποικίλων επεμβάσεων και βελτίωση του αστικού εξοπλισμού, του δημόσιου φωτισμού και άλλων στοιχειωδών πλην απαραίτητων πραγμάτων για την ποιότητα της πόλης (π.χ., ασφαλτοστρώσεις, διαγραμμίσεις οδών και διαβάσεων πεζών). Ακόμη και η Πανεπιστημίου, που υπέστη – από όλους μας – κριτική, είναι σήμερα καλύτερη από πριν. Η πόλη έχει ωστόσο βελτιωθεί και από μια νέα ζωή που φαίνεται να ρέει στις φλέβες της, από την ενεργοποίηση που οφείλεται στα νέα οικονομικά δεδομένα σχετικά με τις τουριστικές ροές, την ανάπτυξη του εμπορίου και τη δυναμική της αγοράς ακινήτων.
Η νέα εικόνα σχετίζεται βέβαια και με εκείνη την αυθόρμητη, όχι απλώς μεσογειακή αλλά ιδιαιτέρως ελληνική ζωντάνια σχέσεων, κινήσεων, ανταλλαγών, δραστηριοτήτων· με εκείνη την αμεσότητα των επαφών και τις επιδόσεις στην τέχνη του ελεύθερου χρόνου στην οποία είμαστε διεθνώς πρωταθλητές (με ό,τι και αν σημαίνει αυτό). Τούτο ακριβώς κάνει την Αθήνα ελκυστική για τους ξένους επισκέπτες της, σε αντίθεση με την οριοθετημένη τυπικότητα των δικών τους πόλεων, τους κανόνες για κάθε κίνηση και λειτουργία, τη φροντίδα για την αστική επίπλωση και τις άψογες υποδομές, που ωστόσο καθορίζουν συμπεριφορές και κώδικες επικοινωνίας.
Οσο υψηλότερη είναι μάλιστα η θέση των πόλεων στις διεθνείς κατατάξεις ως προς το να «αξίζει να ζεις εκεί» τόσο αυτά τα χαρακτηριστικά κυριαρχούν. Η ανοιχτότητα και η ατελής «ακαταστασία» της Αθήνας σε συνδυασμό με το κλίμα της επιτρέπουν μια διαβίωση χαλαρή και λιγότερο τυποποιημένη, απελευθερώνουν διαφορετικά τις σχέσεις, επιτρέπουν προσλήψεις και χρήσεις του χώρου που αλλού δεν είναι δυνατές.
Ολα καλά λοιπόν; Φυσικά και όχι. Μοιραία, οι παραπάνω «αρετές» είναι και το ανάθεμα της πόλης. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να προσδιορίσουμε για ποιους χρήστες μιλάμε: για τους περιστασιακούς επισκέπτες/τουρίστες της Αθήνας ή για τους κατοίκους που διαμορφώνουν – και υφίστανται – την καθημερινότητά της; Επίσης, για ποια πόλη μιλάμε; Για το Κέντρο από το Κουκάκι ως το Κολωνάκι ή για το Λεκανοπέδιο στο σύνολό του, με τα σοβαρά προβλήματα ποιότητας ζωής; Οι κανόνες διαβίωσης στις πόλεις της Ευρώπης, από τον πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό έως τη χρήση του χώρου και τις κάθε είδους δημόσιες λειτουργίες, εφευρέθηκαν έτσι ώστε η ποιότητα ζωής να είναι κοινό καλό και όχι ταξικό προνόμιο.
Οι ρυθμίσεις όμως έχουν και δεσμεύσεις. Η δική μας τόσο γοητευτική ελευθεριότητα έχει βαρύ κόστος, και μετατρέπει συχνά την καθημερινή ζωή σε αγώνα επιβίωσης. Εδώ φυσικά μεσολαβεί ο αταβιστικός ατομικισμός μας και η αδυναμία κατανόησης ότι το κοινωνικό συμβόλαιο αποσκοπεί στην ικανοποίηση του συλλογικού συμφέροντος, όχι του προσωπικού ναρκισσισμού. Αναζητώντας μια εύλογη ισορροπία, ας αποφασίσουμε πού θέλουμε να πάμε.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος, ομότιμος καθηγητής ΑΣΚΤ, είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας.