Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών είναι εμβληματικά γεγονότα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Αποτέλεσαν αντικείμενο πολύ αξιόλογης επιστημονικής έρευνας στην Ιστορία, την κοινωνική ανθρωπολογία, τη λογοτεχνική κριτική και σε άλλα πεδία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο Μεγάλος Πόλεμος συνέβαλε στη διάλυση αυτοκρατοριών, στη δημιουργία νέων εθνικών κρατών και μαζί με αυτά και στη δημιουργία του «μοντέρνου πρόσφυγα», όπως τον ανέδειξε στο σημαντικό έργο του ο ιστορικός Peter Gatrell. Η κουλτούρα της μνήμης που δημιουργήθηκε μέσα από αυτά τα προσφυγικά ρεύματα δεν είναι ομοιογενής. Η συλλογική μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς ανασυντίθεται σε διαφορετικές εποχές.
Η πρώτη περίοδος μετά την έλευση των προσφύγων αφορά προσφυγικούς συλλόγους και σωματεία που στόχο είχαν τη διάσωση της πολιτιστικής παράδοσης της Μικράς Ασίας. Οι σύλλογοι ασχολήθηκαν με τη συλλογή και καταγραφή λαογραφικού και ιστορικού υλικού με διττό στόχο: αφενός να διατηρηθεί η ιστορία των τόπων καταγωγής στις κοινότητες των προσφύγων και αφετέρου να γίνει γνωστή στους Ελλαδίτες. Οι περισσότεροι σύλλογοι βέβαια δεν ασχολήθηκαν με ζητήματα μνήμης και ταυτότητας, αλλά με την οικονομική, επαγγελματική, οικιστική αποκατάσταση των προσφύγων, δηλαδή με κρίσιμα και επείγοντα ζητήματα επιβίωσης. Οσοι σύλλογοι στράφηκαν σε μνημονικά και πολιτιστικά θέματα όμως το έκαναν με ζέση.
Η τραυματική διάσταση της εξόδου από τη Μικρά Ασία δεν αναδείχθηκε στα πρώτα χρόνια μετά την καταστροφή. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι σύλλογοι δεν ενδιαφέρονταν γι’ αυτή την πλευρά της προσφυγικής εμπειρίας. Η προτεραιότητα όμως ήταν η διαφύλαξη της μικρασιατικής κληρονομιάς. Αυτή η διάσταση φαίνεται πως ήταν αναγκαία για τους ίδιους τους προσφυγικούς πληθυσμούς αλλά και για τους Ελλαδίτες που συχνά ανέπτυσσαν αρνητικά στερεότυπα για τους Μικρασιάτες. Εχει εύστοχα επισημανθεί ότι η μνήμη λειτούργησε σε αυτή την περίοδο ως πρακτική ενδυνάμωσης των προσφύγων.
Η τραυματική διάσταση του πολέμου, του ξεριζωμού και της προσφυγιάς άρχισε να αναδεικνύεται αργότερα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκδοση αυτοβιογραφικών αφηγημάτων αιχμαλωσίας, όπως αυτά των Ηλία Βενέζη, «Το Νούμερο 31328» (1931) ή του Στρατή Δούκα, «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» (1929). Σταδιακά η λογοτεχνία έφερε στο προσκήνιο την αίσθηση του πόνου και της απώλειας και τη νοσταλγία του γενέθλιου τόπου, σε έργα όπως του Η. Βενέζη, «Αιολική Γη» (1943), του Κοσμά Πολίτη, «Στου Χατζηφράγκου» (1963), της Μ. Ιορδανίδου, «Λωξάντρα» (1963), της Δ. Σωτηρίου, «Ματωμένα Χώματα» (1962). Η πρώτη συστηματική συλλογή μαρτυριών οργανώνεται από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (αρχικά Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, με έτος ίδρυσης το 1930), ύστερα από πρωτοβουλία της Μέλπως Λογοθέτη-Μερλιέ (1889 – 1979). Οι σχετικές μαρτυρίες και οι εκδόσεις όμως πολλαπλασιάζονται μετά τη δεκαετία του 1940, και ενώ έχουν προκύψει σημαντικές αλλαγές αλλά και νέες διαιρετικές γραμμές στην ελληνική κοινωνία και στους προσφυγικούς πληθυσμούς. Ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει και στην πρώιμη εργασία της Ελλης Παπαδημητρίου (1906-1993), με μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη δεκαετία του 1940 («Ακούμε τη φωνή σου, πατρίδα», α’ έκδ. 1964), εργασία η οποία επανεκδόθηκε με τον τίτλο «Κοινός Λόγος».
Στη μεταπολίτευση, η μικρασιατική μνήμη και η ταυτότητα ενσωματώθηκαν σταδιακά στον κορμό της εθνικής Ιστορίας μέσα από πολλούς δρόμους της καθημερινής ζωής, της τέχνης, της πνευματικής παραγωγής. Σημαντική διάσταση κατέλαβε σε αυτή την περίοδο το ζήτημα της γενοκτονίας. Βέβαια, ο όρος γενοκτονία χρησιμοποιήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο στον ύστερο 20ό αιώνα για να περιγράψει πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις, ενώ δεν έχουν αποφευχθεί καταχρήσεις του. Συνδέεται με μια ευρύτερη μετατόπιση της ιστορικής κουλτούρας προς την πλευρά των θυμάτων της Ιστορίας. Η Ελληνική Βουλή ψήφισε υπέρ της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων το 1994 και θεσμοθέτησε τη 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης αυτού του γεγονότος. Το 1998 το Κοινοβούλιο καθιέρωσε τη 14η Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Μνήμης της γενοκτονίας του μικρασιατικού ελληνισμού κατά το 1922. Στη δεκαετία του 1980, η ελληνοτουρκική διαμάχη αποτέλεσε ένα από τα πεδία πάνω στο οποίο ξετυλίχθηκε ο λόγος περί γενοκτονίας. Στη δεκαετία του 1990, η έξαρση του μακεδονικού ζητήματος δημιούργησε καινούργιο χώρο ενώ αναδιέταξε τις μνημονικές κοινότητες. Σημαντικό ρόλο είχαν ευρύτερες εξελίξεις εκείνης της περιόδου, όπως τα νέα ρεύματα της προσφυγιάς και των μετακινήσεων. Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ άρχισε η έλευση στην Ελλάδα μεγάλου κύματος ανθρώπων ελληνικής καταγωγής ή κουλτούρας από τη Ρωσία και ευρύτερα τις ανατολικές χώρες. Η τραυματική διάσταση της μικρασιατικής καταστροφής και της εξόδου βιώθηκε εκ νέου μέσα σε νέα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα.
Το 1922 αποτελεί έναν από τους κεντρικούς μνημονικούς τόπους στη σύγχρονη Ελλάδα, μαζί με την επανάσταση του 1821 και τον εμφύλιο της δεκαετίας του 1940. Είναι ένας μνημονικός τόπος μετασχηματιζόμενος που αναδεικνύει τη συνύφανση του παρελθόντος με το παρόν αλλά και με την προοπτική του μέλλοντος. Υπάρχει όμως μια διάσταση στην οποία αξίζει να σταθούμε: η σύγχρονη ελληνική εθνική ταυτότητα αρθρώνεται πια και γύρω από τη μικρασιατική και προσφυγική παράδοση και παρουσία. Με μυριάδες τρόπους, η Ελλάδα του 20ού αιώνα σφραγίστηκε από το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής αλλά και από τα μεγάλα ρεύματα της προσφυγιάς που διέσχισαν με τις εμπειρίες και τις μνήμες τους όχι μόνο τον χώρο αλλά και τον ιστορικό χρόνο.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.