(«Σκαλάθυρμα» (το): πρόχειρο λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο, π.χ. στιχουργικό σκαλάθυρμα. Ετυμολογία: αρχική σημασία «μικρολεπτομέρεια» < σκαλαθύρω «σκάβω» < σκάλλω «σκαλίζω» + αθύρω «παίζω» (βλ. λ. άθυρμα = παιχνίδι).
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος