Εδώ και κάποια χρόνια ο σπουδαίος πολωνός κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν έκανε λόγο για τη «ρευστή νεωτερικότητα». Οπως και άλλοι παρατηρητές των κοινωνιών μας, ο Μπάουμαν διαπιστώνει ότι θεσμοί, δομές και πρότυπα μιας παλαιότερης εποχής ρευστοποιούνται. Ρήγματα νοήματος απειλούν τη δημόσια σφαίρα και εισβάλλουν στην ενδόμυχη, ψυχική ζωή των ανθρώπων. Η υπόθεση περί ρευστότητας είναι ουσιαστικά η κυρίαρχη οπτική στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία των τελευταίων δεκαετιών.

Ας σταθούμε όμως για λίγο στη ρευστότητα που απασχολεί τώρα την πολιτική μας σκηνή. Θα είχε νόημα να προτείνουμε την εξής υπόθεση: όπως σε ένα αφηγηματικό έργο τέχνης (ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, για παράδειγμα), έτσι και στην πολιτική, κάθε περιεχόμενο χρειάζεται μορφική επιμέλεια. Οι πολιτικές απόψεις και οι ιδέες μιλούν επίσης μέσα από τα πρόσωπα και όταν αυτά τα τελευταία δεν πείθουν ή απωθούν, συμπαρασύρουν στη χλωμάδα και στην ανυποληψία και τις ιδέες και τα προγράμματα.

Αυτό που λέμε ρευστοποίηση υπονομεύει τη δημοκρατική πολιτική κουλτούρα. Δεν έχει σχέση με τη δημιουργική αναμόχλευση ούτε με μια ευπρόσδεκτη αλλαγή ρουτίνας και τον εμπλουτισμό μιας παράδοσης. Είναι περισσότερο ένα χάος που διαλύει την πολιτική. Η αποσύνθεση μιας κομματικής δομής μπορεί να συμβεί με τη φαντασμαγορική εκτόξευση προσώπων δίχως πολιτικό περιεχόμενο και ιστορική αίσθηση. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος του γραφειοκρατικού μαρασμού, αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η μετατροπή ενός κόμματος σε οπαδική και προσωπολατρική φούσκα.

Πώς μπορεί να ανακοπεί όμως μια διαδικασία ρευστοποίησης; Μόνο αν προκύψει πολιτική μορφή ικανή να στηρίξει ένα στοιχειωδώς πειστικό περιεχόμενο. Και εδώ παίζει ρόλο η καλή ηγεσία, όχι όμως η ανάθεση σε έναν «αρχηγό» να υποκαταστήσει το περιεχόμενο της πολιτικής με την παρουσία του. Σε σχέση με την περιδίνηση του ΣΥΡΙΖΑ – για αυτόν μιλάμε – δύο ενδεχόμενα ανοίγονται πλέον: είτε θα υπάρξει μια έσχατη διασωστική πολιτική βούληση με κάποια πρόσωπα που θα την επωμιστούν σοβαρά είτε ο χώρος θα βυθιστεί σε έναν πόλεμο απόλυτης φθοράς.

Το ΠαΣοΚ από την άλλη φαίνεται πως αντιστέκεται περισσότερο στη ρευστότητα. Για την ακρίβεια, το δικό του πρόβλημα δεν είναι η ρευστοποίηση όσο η αναμέτρησή του με δύο αντιθετικούς κώδικες προσανατολισμού. Ο ένας κώδικας προσβλέπει στο άνοιγμα σε κοινά επισφαλών και μη προνομιούχων. Ο άλλος κώδικας επιβεβαιώνει ψυχολογικά και καθησυχάζει πολιτικά τους εξασφαλισμένους seniors και την ανάγκη για αστικές σταθερές. Ανάλογα με το επιμέρους ακροατήριο στο πασοκικό σύμπαν φοβούνται διαφορετικά πράγματα. Πολλοί φοβούνται μήπως μια τυχόν «ριζοσπαστικοποίηση» του βασικού μηνύματος απομακρύνει τον άξονα της διακυβέρνησης. Ο άλλος φόβος είναι μήπως τελικά ο θεσμικός ισορροπισμός και η αποθέωση της σύνθεσης εμποδίζουν τις ευκρινείς πολιτικές θέσεις και τη συνάντηση του κόμματος με τη νέα περίμετρο των προβλημάτων και τα συναισθήματα ενός κόσμου που βρίσκεται «εκτός παιχνιδιού».

Η κεντροδεξιά, τέλος, κινδυνεύει λιγότερο σε σχέση με την ευρύτερη αριστερά. Παρά τις δυσφορίες και τις αποστάσεις κάποιων κοινών και προσώπων, ο χώρος των συντηρητικών ανθρώπων αντιπαθεί τις περιπέτειες και την αστάθεια. Ο κορμός της μετριοπαθούς δεξιάς δεν πιστεύει στα έντονα πολιτικά πάθη και εκτιμά κυρίως την αξία της σταθερότητας.

Το ερώτημα είναι αν το πολιτικό μας σύστημα μπορεί να ανασυγκροτηθεί δίχως ρευστοποίηση και ασπόνδυλους τυχοδιωκτισμούς. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο θα ήταν κόμματα που αντιστέκονται στις διαλυτικές τάσεις και δεν επαναπαύονται σε μια πληκτική και αυτοσυντηρητική σταθερότητα. Αντίπαλος της ριζοσπαστικής δημοκρατικής επινόησης δεν είναι μόνο η έλλειψη συνοχής και ειρμού. Είναι επίσης και εκείνα τα «περιεχόμενα» που κατάντησαν ρουτίνα δίχως ζωή, δηλαδή φόρμες κοινωνικά αδρανείς. Αν η πολιτική είναι ανέφικτη δίχως έγκυρες οργανωτικές μορφές, είναι αβίωτη δίχως επιθυμίες και πάθη που κινούν τα πράγματα.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.