Σε εποχές συντηρητικοποίησης μιας κοινωνίας οι λέξεις γίνονται επικίνδυνες. Αυτό το μέσον συνεννόησης ή αυτός ο διαμεσολαβητής αισθημάτων ή ακόμη κι αυτός ο φορέας πολιτισμού και Ιστορίας ποινικοποιείται ραγδαία σε μια προσπάθεια να του φορτώσουμε προθέσεις που ουδέποτε είχε. Μια «κορεκτίλα» απλώνεται παντού και γεμίζουμε αυτόκλητους αμύντορες των αδυνάτων που θεωρούν πως πλήττονται – για κάποιους έχει γίνει επάγγελμα αυτό το κυνήγι μαγισσών. Κατ’ αυτούς υπάρχει μία και μοναδική χρήση των λέξεων και της γλώσσας και είναι εκείνη που δεν υπαινίσσεται, δεν χρησιμοποιεί μεταφορές, δεν προκαλεί παρερμηνείες. Ενα ωραίο, τακτοποιημένο, άνυδρο σύνολο από φθόγγους και ήχους.
Θα αναφέρω δύο προσωπικά παραδείγματα για να γίνω περισσότερο κατανοητός. Πριν από λίγα χρόνια σε κάποιο κείμενό μου είχα γράψει τη φράση – αναφερόμενος σε κάποια εμμονική συμπεριφορά – «ο αυτιστικός τρόπος λειτουργίας μας». Γράμμα στο περιοδικό πως ο λόγος μου είναι ρατσιστικός απέναντι στους αυτιστικούς και να μη χρησιμοποιήσω ξανά τέτοια παρομοίωση.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι πιο ακραίο. Σε άλλο άρθρο αναφερόμενος σε κάτι εξόφθαλμο είχα γράψει «μόνο αν είσαι τυφλός ή χαζός δεν μπορείς να το διακρίνεις»
Εξαλλη μία κυρία – που δήλωσε μάλιστα δικηγόρος – με κατακεραύνωσε στο τηλέφωνο, υποστηρίζοντας πως εξισώνω τους τυφλούς με τους χαζούς, κάτι εξόχως ρατσιστικό για τους τυφλούς! Της απάντησα πως και η δική της παρατήρηση είναι ρατσιστική απέναντι στους χαζούς και κλείσαμε το τηλέφωνο.
Θέλω να πω πως δεν θυμάμαι άλλη εποχή που να φοβόμασταν τόσο τη χρήση των λέξεων για να μην αναγκαστούμε μετά να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες. Υπάρχουν πολλές οπλισμένες καραμπίνες σε διάφορα ταμπούρια του Internet που περιμένουν κάτι τέτοια για να ρίξουν στο ψαχνό.
Είναι όμως εποχή περίεργη και επικίνδυνη. Από τη μία η ευθύνη του δημόσιου λόγου έχει δώσει τη θέση της στον φόβο, που είναι κακός σύμβουλος για οτιδήποτε, αλλά από την άλλη δεν μπορώ και να μην αναγνωρίσω πως υπάρχουν πια ειδικοί λόγοι που πρέπει να είμαστε όλοι πιο προσεκτικοί.
Για παράδειγμα, κανένας μας – και ορθώς – δεν θα έγραφε σήμερα ένα τραγούδι σαν εκείνο του Ζαμπέτα που παίζεται ακόμη στο ραδιόφωνο και στα μαγαζιά και όλοι ευθυμούμε και το τραγουδάμε «το ταμ ταμ το χτυπάει ένας αράπης, ο μαύρος ο σκύλος…». Το γεγονός πως είναι γραμμένο δεκαετίες πίσω το αθωώνει και κανείς δεν σκέφτεται να καταλογίσει στον Ζαμπέτα ρατσιστικό μίσος, θα ήταν αστείο.
Ή όταν τραγουδάμε όλοι σήμερα τον σπουδαίο «Μαρμαρωμένο βασιλιά» του Καλδάρα και του Πυθαγόρα με τη Χαρούλα Αλεξίου, δεν σημαίνει πως έχουμε αλυτρωτικά οράματα και περιμένουμε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να ξεμαρμαρώσει από την Κόκκινη Μηλιά και να πάρει πίσω την Πόλη! Ομως σήμερα δεν θα το γράφαμε.
Γιατί, όπως ανέφερα, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τις ιδιαιτερότητες της κάθε εποχής.
Σήμερα οτιδήποτε υπαινίσσεται ρατσιστικό λόγο, ομοφοβικό, μισανθρωπία και μίσος, το βρίσκουμε μπροστά μας στην κάλπη, στη ζωή μας, στην καθημερινότητά μας. Ο λόγος σαρκώνεται.
Οι «ατυχείς» χρήσεις της γλώσσας κάποιες φορές δεν είναι καθόλου ατυχείς, αλλά είναι μοτίβο. Είναι δηλητήριο που στάζει λίγο-λίγο. Κατουράμε στη θάλασσα, το βρίσκουμε στο αλάτι.
(Βέβαια, όπως και σε πολλά άλλα πράγματα, καίγονται μαζί και τα χλωρά, και με ιδιαίτερη ευκολία ξεγράφουμε ολόκληρες πορείες ανθρώπων και τους κρεμάμε στα μανταλάκια.)
Ο κ. Οδυσσέας Ιωάννου είναι συγγραφέας – στιχουργός.