Κλείνουμε μία δωδεκαετία πια που ο χρόνος έχει συμπυκνωθεί.
Τα πιο ζόρικα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και το λέω αυτό εν γνώσει μου πως περιλαμβάνω και την επταετία της χούντας. Γιατί ακόμη και τότε ο ορίζοντας ήταν πιο καθαρός. Ηξερες ποιο είναι το σκοτάδι, μπορούσες να το διακρίνεις εύκολα και να σταθείς απέναντι, να ορίσεις το φως.
Σαν να στράβωσε κάτι, κάτι να έσπασε στη ροή των πραγμάτων, τα τελευταία χρόνια. Ο χρόνος δεν είναι μία βόλτα πάνω σε μία γραμμική εξίσωση, αλλά συνεχείς αιφνιδιασμοί, σαν τυχαία σημεία πάνω σε ένα τρισδιάστατο πεδίο. Δεν μπορείς να τα ενώσεις, να φτιάξεις κάτι διαχειρίσιμο. Σαν να φεύγεις το πρωί από το σπίτι και να μην ξέρεις αν θα γυρίσεις, ή αν θα βρεις το σπίτι επιστρέφοντας.
Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να γίνουμε τρελές πιθανότητες. Τη χρειαζόμαστε τη ρουτίνα, είναι μια κάποια ασφάλεια. Και τις δόσεις του κακού τις είχαμε πια συνηθίσει, ήταν σε ένα πλαίσιο ροής που το δικαιολογούσε η ανθρώπινη φύση. Καλό – κακό με ευδιάκριτα όρια. Εκείνη η ανέξοδη φράση «ο κόσμος έχει τρελαθεί» που γενίκευε με ευκολία κάθε τι που ήταν έξω από τις παραδεκτές νόρμες, έχει γίνει μία απειλητική πραγματικότητα. Χαλιέσαι τόσο πολύ πια.
Από τα μεγάλα διεθνή γεγονότα και την είσοδο πάλι στην καθημερινή μας κουβέντα φράσεων όπως «ενδεχόμενο πυρηνικού πολέμου» μέχρι το κάταγμα στην ανθρωπιά της ιστορίας του δωδεκάχρονου κοριτσιού στα Σεπόλια και τους βιασμούς μέσα σε αστυνομικό τμήμα, νιώθεις πως έχεις πάρει το μυαλό σου στα χέρια και το παρηγορείς. Είναι το τελευταίο μας καταφύγιο και κάπως πρέπει να μείνει όρθιο. Ενα μυαλό, μία καρδιά και ένα σώμα. Αν σπάσει κάτι, σπάνε όλα. Βρωμίζει το νερό.
Σαφώς και μιλάμε για συμπεριφορές μειοψηφιών αλλά δεν είναι οι αριθμοί το θέμα, είναι το κλίμα, η ατμόσφαιρα. Είναι ένα περιβάλλον που ευνοεί το κακό, το κάνει να φαίνεται εύκολο, και κυρίως το κάνει να μη φαίνεται και τόσο κακό.
Τα κρατήματά μας είναι τα ίδια που ήταν πάντα. Οι φίλοι, οι κοντινοί άνθρωποι, ο έρωτας, η αγάπη, ο στοχασμός, η ελευθερία, η χαρά, η αλληλεγγύη, η δημιουργικότητα. Μπούρδες δηλαδή σύμφωνα με το γενικό κλίμα. Σαν να αισθάνεται η ανθρωπότητα πως πιάστηκε κορόιδο τόσους αιώνες ανάγοντας σε υπέρτατες αξίες κάτι τέτοιες σαχλαμάρες και βιάζεται να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Τώρα ή ποτέ, όλα ή τίποτα, μια ζωή την έχουμε, δεν υπάρχει καλό και κακό γιατί δεν υπάρχει τίποτα μετά από αυτή τη ζωή για να μας αποδοθεί κάποια ανταμοιβή για τη συμπεριφορά μας. Ολα καπνός, όλοι dust in the wind.
Ομως δεν χρειαζόμαστε πρότυπα. Χρειαζόμαστε τον μέσο άνθρωπο που αντιστέκεται, τον αφώτιστο ήρωα, τον ανώνυμο.
Εκείνους που η Ιωάννα Καρυστιάνη την προηγούμενη Κυριακή στο «Βήμα» χαρακτήρισε ως «ανθρώπους που δεν είναι πρωτοκλασάτοι, ούτε τα φανταχτερά επώνυμα στις μαρκίζες της αγοράς, της μνήμης και της κοινωνίας, που δεν έχουν εξαρτήσεις, αυτοί που βρίσκονται στις πίσω σειρές ή στις παρυφές του ορίζοντα, όσοι δηλαδή θεωρούνται ψιλά γράμματα από τις εξουσίες».