Η πρόσφατη ανησυχητική καταστρατήγηση του Συντάγματος με τις υποκλοπές σε βάρος του προέδρου του ΠαΣοΚ, του ΚΚΕ (καταγγελίες Δ.Κουτσούμπα για τα έτη 2016, 2017, 2019, 2020), δημοσιογράφων και άλλων παλαιότερα δεν συνιστούν, δυστυχώς, μεμονωμένα φαινόμενα. Εντάσσονται σε μια γενικότερη πορεία αυταρχισμού που χαρακτηρίζει όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά αποτελεί παγκόσμια ισχυρή τάση αποδυνάμωσης της δημοκρατίας. Η τάση αυτή εκδηλώνεται αλλού με μεγαλύτερο και αλλού με μικρότερο βάθος, άλλοτε με γοργούς και άλλοτε με επιβραδυμένους ρυθμούς, ανάλογα με τη χώρα και τις συνθήκες.
Μπορούμε να διακρίνουμε πέντε βασικά χαρακτηριστικά αυτής της τάσης.
Πρώτο χαρακτηριστικό είναι ο de facto περιορισμός των συνταγματικά και νομοθετικά κατοχυρωμένων δημοκρατικών ελευθεριών. Εδώ ιδίως πρέπει να σημειωθεί η παράνομη αστυνομική βία, που σε μερικές χώρες όπως η Ελλάδα υπήρξε πάγιο φαινόμενο, αλλά έχει εξαιρετικά ενταθεί.
Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ο de jure περιορισμός των ελευθεριών. Οπως στην Ελλάδα έτσι και σε άλλες χώρες υπάρχουν νομοθετικές αλλαγές για τον περιορισμό των συναθροίσεων, της ελευθερίας του Τύπου, την αύξηση των εξουσιών της αστυνομίας, τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης. Στην Ελλάδα παραδείγματα αποτελούν ο δρακόντειος νόμος για τις διαδηλώσεις (Ν. 4703/2020), που προφανώς εισάγει περιορισμούς πέρα από εκείνους του άρθρου 11 παρ. 2 του Συντάγματος, η συρρίκνωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών με τον Ν. 4808/2021, ο νόμος για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, ο νόμος για την πανεπιστημιακή αστυνομία (Ν. 4777/2021), το δρακόντειο πειθαρχικό δίκαιο για τους φοιτητές (Ν. 4957/2022).
Ανάλογες επιλογές έγιναν σε κράτη της Δυτικής Ευρώπης, όπως ο νόμος για τις διαδηλώσεις που ψηφίστηκε στην Ισπανία το 2015, ο οποίος επέβαλλε υπερβολικά πρόστιμα στους συμμετέχοντες σε συνάθροιση στο περιθώριο της οποίας διαδραματίζονταν βίαια γεγονότα. Στη Γαλλία πάλι, χώρα με εμπεδωμένη δημοκρατική παράδοση, η νομοθεσία έχει πραγματοποιήσει αντίστοιχα βήματα σε αντιδημοκρατική κατεύθυνση. Παράλληλα, οι οδηγίες της ΕΕ για την καταπολέμηση της «ρητορικής μίσους» ή της «δημόσιας πρόκλησης σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος» και οι εθνικές νομοθεσίες που τις ενσωματώνουν είναι διατυπωμένες με ευρύ τρόπο, ώστε ποινικοποιούν δυνητικά ακόμη και την κριτική προς την κυβέρνηση, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ισπανίας.
Εδώ πρέπει να προστεθούν η διεύρυνση φαινομένων όπως η επιλεκτική εφαρμογή του νόμου, η ασάφεια πολλών νομικών διατάξεων, η διεύρυνση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, της εθνικής ασφάλειας, η ενίσχυση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Ιδιαίτερα μετά την πανδημία, οι πρακτικές και η νομοθεσία για την ηλεκτρονική επιτήρηση και για τα προσωπικά δεδομένα γίνονται ολοένα και πιο προβληματικές.
Τρίτο χαρακτηριστικό είναι η μετατόπιση του πολιτικού και κομματικού συστήματος προς περισσότερο συντηρητικές κατευθύνσεις. Τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα ενσωματώνουν στον πολιτικό τους λόγο και πράξη στοιχεία και πρόσωπα της Ακροδεξιάς. Ο κεντρώος Μακρόν ενσωματώνει αντιλήψεις και πρακτικές της ακροδεξιάς Λεπέν. Τα παραδείγματα είναι πολλά, με παραλλαγές φυσικά: από τις κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας μέχρι τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία.
Τέταρτο χαρακτηριστικό είναι η αμφισβήτηση ακόμη και στοιχειωδών δημοκρατικών διαδικασιών όπως οι εκλογές. Παραδείγματα αποτελούν η απόπειρα πραξικοπήματος στις ΗΠΑ με την εισβολή στο Καπιτώλιο από τις δυνάμεις τις προσκείμενες στον Τραμπ, η προετοιμασία τους για ανάλογες ενέργειες στο μέλλον, οι παρόμοιες πρακτικές του απερχόμενου προέδρου της Βραζιλίας Μπολσονάρο.
Πέμπτο χαρακτηριστικό είναι η ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση της δύναμης στην εκτελεστική εξουσία (π.χ. υπαγωγή της ΕΥΠ στον Πρωθυπουργό) ή και σε εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας. Αυτό πραγματοποιείται είτε με συνταγματικές αλλαγές, όπως στην περίπτωση της γειτονικής Τουρκίας, είτε άτυπα στην πράξη.
Η αιτία αυτών των δυσμενών για τη δημοκρατία εξελίξεων βρίσκεται στην οικονομική κρίση και στη διαχείρισή της. Η αντιμετώπιση της κρίσης με μεθόδους που διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, το χάσμα ανάμεσα στον πλούτο και στη φτώχεια τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο εσωτερικό των κοινωνιών. Οι κυρίαρχες τάξεις επιχειρούν να απαλλαγούν από όλο το φορτίο των κοινωνικών κατακτήσεων, από το σύνολο των κατακτήσεων του 20ού αιώνα, οι οποίες υπήρξαν καρπός της συγκρότησης και ανόδου του εργατικού κινήματος, των επαναστάσεων του αιώνα αυτού και της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης των λαών το 1945. Αν πριν από την κρίση το 1% του πλουσιότερου πληθυσμού του πλανήτη ήλεγχε το 40% του παγκόσμιου πλούτου, σήμερα ελέγχει πολύ περισσότερο από το 50%, ενώ η τάση για συγκέντρωση του πλούτου εντείνεται.
Ολα αυτά οδηγούν τους κυβερνώντες να λάβουν μέτρα δραστικού περιορισμού της δημοκρατίας. Ο στόχος είναι η αντιμετώπιση των αντιδράσεων των λαών στην κατακρήμνιση του βιοτικού τους επιπέδου. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η έκθεση της CIA που παρουσιάστηκε στον πρόεδρο Μπάιντεν προβλέπει κοινωνικές αναταραχές σε διάφορες περιοχές του πλανήτη εξαιτίας της διεύρυνσης των ανισοτήτων και αντίστοιχα κρίση της δημοκρατίας (National Intelligence Council, «Global Trends: Α More Contested World», 2021).
Φαίνεται λοιπόν πως η γοητεία των αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης οδηγεί σε μια «σιδερόφραχτη δημοκρατία», η οποία θα διατηρεί τον κοινοβουλευτικό μανδύα και έναν ελεγχόμενο πολυκομματισμό. Κέλυφος χωρίς δημοκρατική ουσία δηλαδή. Το ζήτημα για όλους εμάς είναι αν θα επιτρέψουμε μια τέτοια διολίσθηση, αν θα ανεχθούμε την υπονόμευση των στοιχειωδών ελευθεριών μας.
Ο κ. Δημήτρης Καλτσώνης είναι καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.