Συνήθως συνδέουμε το τέλος ενός εμφυλίου πολέμου με τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ομως οι εμφύλιοι διαιρούν βαθιά και τραυματικά μια κοινωνία, και η διαδικασία ειρήνευσης και επούλωσης των τραυμάτων είναι μακρά. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος έληξε πριν από 75 χρόνια, τον Αύγουστο του 1949, όταν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ηττήθηκαν στο Βίτσι και τον Γράμμο. Πότε, όμως, πραγματικά τελείωσε ο Εμφύλιος;
Η Ελλάδα το 1949 απέφυγε την εγκαθίδρυση ενός δικτατορικού καθεστώτος μετά τη λήξη του Εμφυλίου, όπως συνέβη στην Ισπανία μετά το 1939, αλλά μόνο προσωρινά, όπως αποδείχθηκε. Ο τερματισμός του Εμφυλίου δεν οδήγησε σε μια πολιτική ειρήνευσης και συμφιλίωσης που θα μπορούσε να εγγυηθεί σταδιακά την πολιτική ομαλότητα και τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.
Παρά κάποια σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια από τις κυβερνήσεις Ν. Πλαστήρα, η πολιτική των κυβερνήσεων Α. Παπάγου και Κ. Καραμανλή ήταν διαφορετική. Η βαθιά διαίρεση που είχε δημιουργήσει η δεκαετία του 1940 όχι μόνο δεν γεφυρώθηκε αλλά μετατράπηκε σε πολιτική διακυβέρνησης: η ελληνική κοινωνία χωρίστηκε σε νικητές και ηττημένους, σε εθνικόφρονες και πολίτες β΄ κατηγορίας. Στην ουσία, η μετεμφυλιακή πολιτική συνθήκη στην Ελλάδα μέχρι το 1963, θα μπορούσε να περιγραφεί ως η συνέχιση του εμφυλίου πολέμου με άλλα μέσα.
Η Αριστερά και ο κόσμος της βρέθηκαν στο επίκεντρο αυταρχικών πολιτικών (βία, απαγορεύσεις, παρακολουθήσεις, διώξεις, διακρίσεις, λογοκρισία), οι οποίες μάλιστα κλιμακώθηκαν μετά την επιτυχία της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958. Οι αυταρχικές πολιτικές δεν αποτέλεσαν ένα συγκυριακό φαινόμενο ή πρωτοβουλία κάποιων μεμονωμένων προσώπων αλλά βρέθηκαν στον πυρήνα της άσκησης της πολιτικής εξουσίας, διέπνεαν τη λειτουργία των κρατικών θεσμών και μηχανισμών και ενσωματώθηκαν στη νομοθεσία. Δύο παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά: το πρώτο, η εφαρμογή της ποινής της διοικητικής εκτόπισης (εξορίας) κατά εκατοντάδων αριστερών στα μετεμφυλιακά χρόνια και δεύτερον ότι ο ν. 509 του 1947 που έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ, τροποποιήθηκε το 1962 για να γίνει ακόμη πιο αυστηρός.
Ο πόλεμος δεν τελείωσε το 1949 γιατί ένας άλλος πόλεμος είχε ήδη ξεσπάσει. Οι μετεμφυλιακές εξελίξεις και οι αυταρχικές πολιτικές δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές εάν δεν ενταχθούν στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και τη σταυροφορία κατά του κομμουνισμού που διεξήγαγε ο λεγόμενος «ελεύθερος κόσμος». Η αντιμετώπιση του κομμουνισμού εθεωρείτο πιο σημαντική από την υπεράσπιση της δημοκρατίας, αντίληψη που είχε πολύ αρνητικές συνέπειες στην περίπτωση της χώρας μας, καθώς ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν ήταν δεδομένη και η εκτροπή σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης ήταν αποδεκτή από τους πόλους εξουσίας. Μετά το 1963, όταν η κυριαρχία της Δεξιάς τερματίστηκε και το Κέντρο κινήθηκε στην κατεύθυνση της υπέρβασης των εμφυλιοπολεμικών διαιρέσεων και μιας πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, αυτά έγιναν αντιληπτά από τους πόλους του μετεμφυλιακού πλέγματος ως ενδείξεις μιας επερχόμενης καταστροφής. Η στρατιωτική ηγεσία, ο βασιλιάς, η Δεξιά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούσαν ότι η Ενωση Κέντρου (σε μια «ανίερη» συμμαχία με την Αριστερά) οδηγούσε την Ελλάδα μακριά από το δυτικό στρατόπεδο. Απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο, η εκτροπή από τη δημοκρατία ήταν μια επιλογή, η οποία έγινε πράξη στις 21 Απριλίου 1967.
Η δικτατορία ήταν η επιβεβαίωση ότι για μια μερίδα των δυνάμεων της εθνικοφροσύνης ο Εμφύλιος όχι μόνο δεν είχε τελειώσει αλλά μπορούσε να αναβιώσει. Ταυτόχρονα, ο παροξυσμός της εμφυλιοπολεμικής ιδεολογίας, η παραμονή των συνταγματαρχών στην εξουσία για αρκετά χρόνια και η τραγική κατάληξη τον Ιούλιο του 1974, οδήγησαν τον πολιτικό κόσμο να συνειδητοποιήσει ότι δεν αρκούσε να αποκατασταθεί η δημοκρατία αλλά έπρεπε να θεμελιωθεί σε μια νέα βάση: αυτή της συμμετοχής όλων των πολιτικών δυνάμεων χωρίς αποκλεισμούς ή διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, των ηττημένων του Εμφυλίου. Δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης εθνικής ενότητας ήταν η απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων και λίγες εβδομάδες αργότερα η κατάργηση του ν. 509. Το 1974, με καθυστέρηση 25 ετών, το ρήγμα μεταξύ νικητών και ηττημένων άρχιζε να γεφυρώνεται και ο πόλεμος να τελειώνει…
Ο κ. Πολυμέρης Βόγλης είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.