Εχουν περάσει πάνω από έξι μήνες αφότου ο γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς στάθηκε ενώπιον μιας ειδικής συνόδου της Bundestag για να μιλήσει για την απρόκλητη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία. «Ζούμε σε μια εποχή-ορόσημο. Και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος αύριο δεν θα είναι ο ίδιος με χθες. Το θέμα είναι αν θα επιτρέψουμε να επικρατήσει η ισχύς έναντι του νόμου… Ή αν θα θέσουμε υπό έλεγχο πολεμοκάπηλους όπως τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Αυτό απαιτεί να είμαστε δυνατοί. Απώτερος σκοπός μας είναι να εξασφαλίσουμε την ελευθερία, τη δημοκρατία και την ευημερία μας».
Η ομιλία του Σολτς ήρθε σε μια στιγμή μεγάλου σοκ στη Γερμανία. Η χώρα είδε την ολική κατάρρευση στρατηγικών αρχών που χρονολογούνται από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όπως της λεγόμενης «Ostpolitik» του τότε υπουργού Εξωτερικών Βίλι Μπραντ που είχε στόχο την προσέγγιση με πραγματικούς και δυνητικούς αντιπάλους. Ο επιθετικός πόλεμος του Πούτιν ανέτρεψε το σκηνικό, με τον γερμανό καγκελάριο να ανακοινώνει δραστική μεταστροφή πολιτικής στη μεταπολεμική γερμανική ιστορία.
Μεταξύ άλλων ανακοίνωσε περαιτέρω επενδύσεις στις ένοπλες δυνάμεις με ένα νέο ειδικό ταμείο 100 δισ. ευρώ για αυτόν τον σκοπό, την παροχή στρατιωτικής στήριξης στον ουκρανικό στρατό, την εφαρμογή ενός κοινού καθεστώτος κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας, τη ριζική αναθεώρηση της ενεργειακής πολιτικής και των εμπορικών πολιτικών της χώρας με αυταρχικά καθεστώτα, ιδιαίτερα την Κίνα, ώστε να αποφύγει μελλοντικές εξαρτήσεις.
Εν ολίγοις, ο Σολτς δέσμευσε τη Γερμανία σε έναν πολύ πιο ενεργό ρόλο στην υπεράσπιση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Ωστόσο, ενώ καμία από αυτές τις αλλαγές πολιτικής δεν έχει ανατραπεί ή εκτροχιαστεί, κάποιες έχουν μείνει στάσιμες και άλλες προχωρούν πολύ αργά.
Είναι θετικό ότι η δύσκολη τρικομματική κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας παρέμεινε ενωμένη, το οποίο από μόνο του αποτελεί επιτυχία. Ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Σολτς έπεσαν στις δημοσκοπήσεις, οι Πράσινοι παρέμειναν ισχυροί λόγω της δημοτικότητας βασικών στελεχών όπως ο υπουργός Οικονομικών Ρόμπερτ Χάμπεκ και η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ.
Ακόμη πιο σημαντικό, η κυβέρνηση κέρδισε τη μάχη του αφηγήματος ενάντια στους υπερασπιστές του Πούτιν, ένα σκληρό μπλοκ που εκπροσωπείται σε όλο το γερμανικό πολιτικό φάσμα, αλλά ειδικότερα στο SPD. Οσοι πιέζουν για μια συμφωνία στην οποία η Ουκρανία θα παραχωρούσε εδάφη στη Ρωσία δεν επηρεάζουν πλέον την πολιτική.
Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, υπήρξε πολύ μικρή δράση από πλευράς βιομηχανιών και ελάχιστες διαδηλώσεις που αμφισβήτησαν τις πολιτικές της κυβέρνησης. Οι Γερμανοί γενικά συμφωνούν ότι πρέπει να επενδύσουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να μειώσουν την ενεργειακή τους εξάρτηση, ενώ προετοιμάζονται για το σενάριο κατά το οποίο η Ρωσία θα κλείσει τη στρόφιγγα του αερίου προς την Ευρώπη.
Ωστόσο, ενώ η κυβέρνηση κατάφερε την πολιτική συναίνεση σε βασικά ζητήματα, απέτυχε σε πολλά μέτωπα εξαιτίας των προβλημάτων που κληρονόμησε, της ανικανότητας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, του πολιτικού οπορτουνισμού.
Αρχικά, ο στρατός αποδείχθηκε ότι ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό,τι κανείς πίστευε, και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η παράδοση όπλων στην Ουκρανία ήταν πολύ μικρή σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΝΑΤΟ. Τελικά, σημαντικό μέρος από τα 100 δισ. ευρώ θα αντισταθμίσει απλώς τις προηγούμενες υπο-επενδύσεις αντί να ενισχύσει την ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων.
Τα πράγματα περιπλέκονται περαιτέρω λόγω της επιμονής του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) ότι το «φρένο χρέους», ένα συνταγματικό ανώτατο όριο στις δαπάνες που αυξάνουν το έλλειμμα, πρέπει να τηρηθεί, το οποίο σημαίνει ότι η αύξηση στις αμυντικές δαπάνες θα λειτουργήσει σε βάρος άλλων προγραμμάτων. Στον προϋπολογισμό του 2023 προβλέπεται σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους (από 138,9 δισ. ευρώ νέου χρέους σε 17,2 δισ. ευρώ), γεγονός που συνεπάγεται λιγότερες δαπάνες για κοινωνική πρόνοια, παιδεία, υγεία, υποδομές και άλλες δημοφιλείς προτεραιότητες.
Οι δημοσιονομικές πολιτικές της Γερμανίας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις συνθήκες που πρέπει να αντιμετωπίσει η χώρα. Μολονότι οι προκλήσεις στην οικονομία, στην ενέργεια και στην ασφάλεια είναι τεράστιες, το υπουργείο Οικονομικών συνεχίζει να θέτει ως προτεραιότητα τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό.
Η Γερμανία είναι επίσης τραγικά πίσω στην ψηφιακή διακυβέρνηση και παρά το ότι ανακοίνωσε πρόσφατα μια νέα ψηφιακή στρατηγική, θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να υπάρξουν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Επίσης η ανικανότητα αποτελεί πρόβλημα. Σκεφτείτε την επιχείρηση διάσωσης εταιρειών που κινδυνεύουν από πτώχευση εξαιτίας των υψηλότερων τιμών του φυσικού αερίου. Από τον Οκτώβριο τα γερμανικά νοικοκυριά πρόκειται να χρεωθούν επιπλέον 2,4 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα για να βοηθήσουν στην αντικατάσταση της ρωσικής ενέργειας. Αλλά με τον τρόπο που σχεδιάστηκε η πολιτική αυτή, οι εταιρείες θα είναι σε θέση να αντισταθμίσουν ορισμένες από τις απώλειές τους λόγω φυσικού αερίου παρ’ όλο που θα εξακολουθούν να παράγουν τεράστια κέρδη αλλού.
Ωστόσο, ο Σολτς αποδεικνύεται σταθερός ηγέτης. Παρά την επιφυλακτικότητά του, κατανοεί τη βαρύτητα της ιστορικής καμπής. Δεν είναι λίγες οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Γερμανία: από τη ρωσική απειλή για την ασφάλεια και την πολιτική αστάθεια μεταξύ των δυτικών συμμάχων μέχρι τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση και την επικείμενη οικονομική κρίση εντός της ΕΕ. Σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο στη «Frankfurter Allgemeine Zeitung», ο Σολτς έδωσε ηχηρή απάντηση σε αυτά τα προβλήματα, παροτρύνοντας την ΕΕ να γίνει γεωπολιτικά ισχυρότερη, ενώ μιλώντας πρόσφατα στην Πράγα επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του για μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ, υποστηρίζοντας να λαμβάνονται περισσότερες αποφάσεις με πλειοψηφία (αντί ομοφωνίας) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, καλύτερη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια, στην Ουκρανία, στη Μολδαβία και στη Γεωργία.
Με μια σχετικά υγιή οικονομία, ισχυρή δέσμευση προς τη φιλελεύθερη τάξη και την ΕΕ και μια λειτουργική κυβέρνηση, η Γερμανία μπορεί να γίνει η καλύτερη ελπίδα της Ευρώπης στις τρέχουσες κρίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η αμερικανική υποστήριξη στην Ουκρανία θα παραμείνει ισχυρή.
Ο κ. Χέλμουτ Ανχάιερ, καθηγητής Κοινωνιολογίας στη Σχολή Διακυβέρνησης Hertie στο Βερολίνο, είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Πρόνοιας στη Luskin School of Public Affairs του UCLA.