Η δημόσια συζήτηση για τα εθνικά ζητήματα κυριαρχείται από τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά. Η αναβάθμιση των τουρκικών διεκδικήσεων, η προβολή ισχύος από πλευράς Αγκυρας συνολικά στο εγγύς εξωτερικό της, ο αναθεωρητικός λόγος του Ερντογάν και η αποτελεσματικότητα των προπαγανδιστικών μηχανισμών της γείτονος στην απήχησή τους στην ελληνική κοινή γνώμη πιέζουν το πολιτικό σύστημα για να λάβει αποφάσεις.
Η αίσθηση που καλλιεργείται από κάποιους κύκλους είναι ότι υποχωρούμε συνεχώς από τις θέσεις μας, αδυνατώντας να μετριάσουμε την τουρκική επιθετικότητα, και συνήθως οι προτεινόμενες λύσεις αντί του «ενδοτισμού» είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών που παρουσιάζονται ως αυτονόητες και εύκολες – π.χ. οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο, επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. στο Αιγαίο. Εξίσου, οι έλληνες πολιτικοί κατηγορούνται για εγκατάλειψη της Κύπρου (αναζητείται το ενιαίο αμυντικό δόγμα) και ας είναι η τελευταία ανεξάρτητο κράτος (ασφαλώς κομμάτι της αποτελεί προέκταση του ελληνισμού), που δεν ταυτίζεται πάντα με την Ελλάδα. Οι όποιες αποφάσεις προτείνεται να είναι μονομερείς και πολύ δυναμικές ώστε να ανατραπεί άρδην η εις βάρος μας κατάσταση, χωρίς βέβαια να εξηγούνται επαρκώς τυχόν συνέπειες. Για αυτή τη σχολή σκέψης, η Τουρκία χάνει σε όλα τα μέτωπα, έχει απομονωθεί από περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις, οι εκκαθαρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις την έχουν γονατίσει, η οικονομία βαίνει προς κατάρρευση και ο Ερντογάν διατηρείται στην εξουσία με μηχανική υποστήριξη.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.