Ο κανόνας στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες είναι να διεκδικούν τα ανώτατα δημόσια αξιώματα επαγγελματίες πολιτικοί με θητεία σε κομματικούς σχηματισμούς. Ο κανόνας βέβαια έχει εξαιρέσεις. Αυτές είναι πιο χαρακτηριστικές σε εποχές κρίσεων ή έπειτα από γεγονότα μεγάλης κλίμακας. Η προέλευση των νέων ηγετών αντανακλά ασφαλώς το πνεύμα, τις αντιλήψεις που επικρατούν σε κάθε εποχή. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δυνατότητα να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι στρατιωτικοί. Ο στρατηγός Αϊζενχάουερ, επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία το 1944, εξελέγη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ως Ρεπουμπλικανός το 1952.
Ο στρατηγός Ντε Γκωλ, αφού ανέλαβε την πρωτοβουλία να ηγηθεί της Αντίστασης της ηττημένης Γαλλίας το 1940, διετέλεσε πρωθυπουργός για βραχύ διάστημα ευθύς μετά την απελευθέρωση και, παρά το γεγονός ότι απεχώρησε διαφωνώντας με τα κόμματα για τον χαρακτήρα του νέου συντάγματος, διατήρησε σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Κλήθηκε έτσι, ως σωτήρας, το 1958, ενόψει του αδιεξόδου από τον αποικιακό πόλεμο στην Αλγερία, θεμελίωσε την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, που διακρινόταν για την ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία, και εν συνεχεία εξελέγη αρχηγός του κράτους. Αντίστοιχη περίπτωση για την Ελλάδα ήταν ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, αρχιστράτηγος στον πόλεμο του 1940-41 και στον εμφύλιο πόλεμο το 1949. Το 1951 θεωρήθηκε από μια μερίδα συντηρητικών και φιλελευθέρων πολιτικών, εκδοτών και επιχειρηματιών ότι ήταν ο μόνος κατάλληλος για να δημιουργήσει μια νέα πολιτική κίνηση που θα επετύγχανε την ηγεμονία στον αστικό πολιτικό χώρο και θα εμπέδωνε κυβερνητική σταθερότητα ώστε να αναληφθεί το έργο της ανασυγκρότησης και ανάπτυξης στη μετεμφυλιακή εποχή. Αυτό πέτυχε εν μέρει ιδρύοντας τον Ελληνικό Συναγερμό, μια νέα κομματική εκδοχή της συντηρητικής παράταξης, και κερδίζοντας, και με την αμερικανική υποστήριξη, τις εκλογές του 1952.
Σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν η πολιτική φόρμουλα ήταν καταρχήν συντηρητική και προσανατολισμένη στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτό που χαρακτήριζε την εποχή εκείνη ήταν η κοινωνική υπακοή, η συμμόρφωση προς τις ιεραρχίες, το προφανές κύρος που έφεραν οι στρατιωτικοί την επαύριον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η συναφής παραδοχή ότι αυτοί μπορούσαν να εγγυηθούν αποτελεσματική διακυβέρνηση και πολιτική συνοχή.
Στη μεταψυχροπολεμική εποχή μας, αντίστοιχα, το γόητρο και η αποτελεσματικότητα είναι στοιχεία που αποδίδονται κυρίως στους επιχειρηματίες ή στελέχη επιχειρήσεων. Η πολιτική ευκαιρία για την ανάδειξη νέων ηγετών προσφέρεται συχνά σε συνθήκες πολιτικής κρίσης ή κατάρρευσης και αδυναμίας των καθιερωμένων πολιτικών δυνάμεων να συνθέσουν μια στρατηγική και να προσφέρουν πολιτική διεύθυνση. Αυτό συνέβη το 1993 στην Ιταλία, με την είσοδο στην πολιτική του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μετά τη διάλυση της Χριστιανικής Δημοκρατίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ως συνέπεια της συστημικής πολιτικής διαφθοράς. Συνέβη το 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος αξιοποίησε την απίσχναση ιδεών και πολιτικού λόγου του κατεστημένου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Συνέβη επίσης στη Γαλλία, το 2017, με τον Εμανουέλ Μακρόν, η πολιτική κίνηση του οποίου υποκατέστησε ως άξονας του κομματικού συστήματος τους Ρεπουμπλικανούς και τους Σοσιαλιστές, δηλαδή τις εξαντλημένες βασικές συνιστώσες της γαλλικής πολιτικής.
Οι νέοι πολιτικοί ηγέτες είναι φορείς ποικίλων ιδεών και αξιών, ο Μακρόν προφανώς βρίσκεται στον αντίποδα του Μπερλουσκόνι και του Τραμπ. Υπάρχουν όμως τα κοινά θέματα της αποτελεσματικής διακυβέρνησης, της ικανότητας παραγωγής πλούτου και της ανανέωσης μιας στάσιμης κοινωνίας και πολιτικής. Με την προφανή εξαίρεση του Τραμπ, υποστηρίζουν επίσης ότι επιδιώκουν την υπέρβαση της διαίρεσης Αριστεράς – Δεξιάς. Ομως, ο Μπερλουσκόνι ταχύτατα κατέλαβε τη θέση της Χριστιανοδημοκρατίας στην Κεντροδεξιά της ιταλικής πολιτικής, ενώ και ο Μακρόν υποκατέστησε την Κεντροδεξιά και οι περισσότεροι επίδοξοι διάδοχοί του προέρχονται από τη Δεξιά. Το φαινόμενο συνιστά και μια τεχνική πολιτικής δράσης, κάτι που σημαίνει ότι ως μέθοδος μπορεί να υιοθετηθεί και από την Αριστερά του πολιτικού φάσματος, όπως ενδεχομένως δείχνει η υποψηφιότητα του Στέφανου Κασσελάκη για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εξέλιξη δεν είναι παράδοξη λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική του δυτικού κόσμου κινείται σε ένα μεταβιομηχανικό κοινωνικό υπόστρωμα που χαρακτηρίζεται από την ατομικότητα, την επικοινωνία μέσω της τηλεόρασης, του Διαδικτύου και των ποικίλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Λείπουν δηλαδή οι εκτεταμένοι ταξικοί σχηματισμοί που έδιναν μια συμπαγή κοινωνική βάση στα κόμματα. Στο πλαίσιο αυτό, η ικανότητα της πολιτικής ελίτ να κυριαρχεί μακροχρόνια περιορίζεται, η δομή και η πειθαρχία των κομμάτων αδυνατίζει, η πολιτική διεύθυνση είναι επιτυχής μόνο όταν υπάρχει μια προοπτική εκλογικής επικράτησης ή διατήρησης της εξουσίας. Στις συνθήκες αυτές, η επιστροφή στα γραφειοκρατικά, μαζικά και σκληρά πειθαρχημένα κόμματα είναι μάλλον αδύνατη, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό δημιουργεί δυσχέρειες στρατηγικής και διακυβέρνησης.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.