Αν ανέδειξαν κάτι ξεχασμένο οι εσωκομματικές εκλογές του ΠαΣοΚ την πρώτη Κυριακή ήταν ότι οι πολίτες προσέρχονται να ψηφίσουν όταν η πολιτική τους ελκύει. Μπορεί τα κίνητρά τους να ποικίλλουν ιδεολογικά και στρατηγικά. Αλλά η κοινή συνισταμένη παραμένει: δείχνουν ενδιαφέρον γιατί πιστεύουν ότι η ψήφος τους μετράει. Χρησιμοποιούν το «βόλι» που τους έδωσε το εθνικό κράτος ως αντίδωρο για τις κεντρομόλες υπηρεσίες που του προσφέρουν, κυρίως μέσω της φορολογίας και της στράτευσης.
Στην Ελλάδα, παρά τις ανακολουθίες σε αυτές τις λειτουργίες, ο κανόνας συνεχίζει να ισχύει για τον πρόσθετο λόγο ότι η χώρα έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου για να γίνει δημοκρατία. Ακριβώς γι’ αυτό έχει κτυπήσει καμπανάκι συναγερμού η ραγδαία αύξηση της αποχής σε διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις. Ακόμη ανησυχητικότερος είναι ο συνδυασμός της με την επίγνωση πως η αποχή δεν εισακούγεται ηχηρά, εφόσον δεν συνυπολογίζεται τυπικά στα τελικά εκλογικά ποσοστά. Αλλά έχει επεκταθεί πια τόσο, ώστε συνεκτιμάται στη συνολική απαξίωση του πολιτικού συστήματος.
Για παράδειγμα, στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023 συμμετείχε περίπου το μισό εκλογικό σώμα, δηλαδή 53,74%, λίγο λιγότερο από το ποσοστό 57,78% που συμμετείχε στις προηγούμενες εθνικές εκλογές του Ιουλίου 2019. Στις ευρωεκλογές, όπου η υψηλή αποχή έχει γίνει πλέον ενδημική, το ελληνικό ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές του Ιουνίου 2024 έφτασε εμφανώς κάτω από το 50% (41,24%).
Η εκλογή του εκάστοτε αρχηγού κόμματος «από τη βάση», που κλείνει ήδη 20 χρόνια ζωής με αφετηρία το ΠαΣοΚ του 2004, είναι από πολλές πλευρές προβληματική γιατί οδηγεί σε μια καταναλωτική λογική χωρίς πολιτικά ή άλλα δεσμευτικά κριτήρια για τον ψηφοφόρο εκτός από την ηλικία του και ένα μικρό χρηματικό αντίτιμο. Ωστόσο, ανταποκρίνεται στην ανάγκη των πολιτικών κομμάτων να επιβιώσουν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οπότε η πολιτική μετεξελίχθηκε σε κομματικό επάγγελμα, ενώ οι υπόλοιποι μη διατεθειμένοι και μη διαθέσιμοι στράφηκαν σε άλλες δραστηριότητες με την αφελή αισιοδοξία ότι η πολιτική δεν τους αφορά.
Ο συνδυασμός ελέγχου των κομματικών μηχανισμών από την κλειστή κάστα των πρώτων και έμφασης στον καταναλωτισμό από τους δεύτερους έχει οδηγήσει σε αυτό το παράδοξο σύστημα που δίνει τη δυνατότητα σε αγνώστους ή αντιπάλους του κόμματος και σε ΜΜΕ να καθορίζουν τον αρχηγό. Επειδή, όμως, όλοι – ορθώς – γύρω στα 18 τους χρόνια ψηφίζουν στη δημοκρατία, δεν μπορεί κανείς να τους προσάψει άγνοια περί τα πολιτικά ή ότι είναι κατάλληλοι να επιλέξουν πρωθυπουργό αλλά όχι πρόεδρο κόμματος.
Ισως η λύση να βρίσκεται σε ένα μεικτό σύστημα εκλεκτόρων και λαϊκής ψήφου, όπου ο εκάστοτε υποψήφιος αρχηγός πρέπει να πείσει τους πολίτες να τον ψηφίσουν και στη συνέχεια η εκλογή επικυρώνεται από τους κομματικούς εκλέκτορες, οι οποίοι διατηρούν μια λεπτή, αλλά υπαρκτή διακριτική ευχέρεια.
Τα καλά νέα είναι ότι η πολιτική δεν πέθανε. Εστω και με την πιο α-πολιτίκ μεταψυχροπολεμική μορφή της, η οποία μετριέται από τους υποψηφίους και τα κομματικά επιτελεία.
Η συμμετοχή άνω των 300.000 μελών και φίλων, και πολλών νέων, στον πρώτο γύρο των «εσωκομματικών» εκλογών του ΠαΣοΚ, το οποίο ανεδείχθη τρίτο κόμμα στις εκλογές του Ιουνίου 2024 με μόλις διπλάσιες ψήφους, είναι μια νίκη της πολιτικής.
Το τοπικό πολιτικό συμπέρασμα είναι πως η ανασύσταση του ΠαΣοΚ από τις στάχτες του και το ενδιαφέρον των πολιτών για τα τεκταινόμενα στην αντιπολίτευση δείχνουν ότι η Μεταπολίτευση δεν τελείωσε. Ή αλλιώς, η προϊούσα απώθηση από την πολιτική δεν μεταφράζεται σε απέχθεια προς τη δημοκρατία. Υπάρχει ελπίδα η ψήφος να ξαναγίνει πιο εκκωφαντική από την αποχή.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.