Οι πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ και η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ αναζωογόνησαν το ενδιαφέρον για την κατανόηση της πολιτικής συμπεριφοράς μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος. Παρά τις επί μέρους ιδιαιτερότητες, ένα μεγάλο κύμα πολιτικής πόλωσης αλλά και «αντισυστημισμού» εμφανίζεται σε πολλές χώρες στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Εχουν διατυπωθεί ενδιαφέρουσες απόψεις γύρω από τις αναλογίες αυτού του φαινομένου, ειδικά σε ό,τι αφορά τις ηγετικές μορφές, τις θέσεις, την πολιτική ρητορική και τις πρακτικές, με τον μεσοπολεμικό φασισμό. Οι ιστορικές αναλογίες είναι χρήσιμες, αρκεί να μη μας εγκλωβίζουν στον κύκλο της αέναης επαναληπτικότητας αλλά και να μας βοηθούν να κατανοήσουμε τόσο τις ομοιότητες όσο και τις διαφορές ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.
Σήμερα ο κόσμος είναι πολύ περισσότερο «συνδεδεμένος» σε σχέση με τον 20ό αιώνα, ενώ διάφορες μορφές ανθρώπινης κινητικότητας κυριαρχούν. Αυτό το φαινόμενο όμως δεν συνεπάγεται την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων. Πολλές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από πολυμέρεια, αν όχι κατακερματισμό. Οι κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες, η πολιτισμική ανοικείωση και οι συλλογικοί φόβοι καλλιεργούν υπόγεια συναισθήματα ανασφάλειας, αποξένωσης, μνησικακίας, δυσαρέσκειας σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που οι δεκαετίες της παγκοσμιοποίησης και οι αλλαγές που επέφερε άφησαν «απ’ έξω».
Η ρητορική των κομμάτων και των πολιτικών δυνάμεων του «αντισυστημισμού» εστιάζει στην καλλιέργεια αυτών των συναισθημάτων, στο πλαίσιο δύο κυρίως πεδίων. Στο πρώτο πεδίο, η ρητορική στρέφεται στον «ιθαγενισμό» και στην επιχειρηματολογία ότι τα κράτη κατοικούνται από τους «γηγενείς», δηλαδή από το νατιβιστικό έθνος, ενώ οι επήλυδες, μετανάστες, πρόσφυγες και άλλοι, απειλούν την πρόσβαση σε υλικούς πόρους καθώς και σε κοινωνικές και οικονομικές ευκαιρίες ενώ βαθαίνουν την κοινωνικο-οικονομική αποστέρηση. Σ’ αυτό το πλαίσιο έχει αναδυθεί ένας «σοβινισμός της πρόνοιας» (welfare chauvinism) που προκρίνει την πρόσβαση των γηγενών στους σχετικά περιορισμένους εθνικο-κρατικούς πόρους.
Οι γηγενείς προσδιορίζονται ως «η ραχοκοκαλιά της οικονομίας», οι εργαζόμενοι που παράγουν και σε βάρος των οποίων διαμορφώνονται προνοιακές και επιδοματικές πολιτικές για τους «τζαμπατζήδες» (free riders) μεταναστευτικών ή μειονοτικών ομάδων και κοινοτήτων. Στο δεύτερο πεδίο, η ρητορική για τα «προνόμια» αφορά κυρίως συμβολικούς και πολιτισμικούς πόρους ενώ εστιάζει σε «πολιτικές της ταυτότητας».
Σε αυτόν τον τομέα, η ορατότητα και η «αναγνώριση» μειονοτικών ή άλλων ομάδων εθνοτικής, φυλετικής, σεξουαλικής ταυτότητας ορίζεται ως μορφή συμβολικής εξύψωσης από μέρους των ελίτ αλλά και στιγματισμού των παραδοσιακών μορφών έμφυλων σχέσεων, οικογένειας, κοινωνικών δεσμών, κ.τ.λ.
Η αίσθηση του στιγματισμού καλλιεργείται παράλληλα με την κριτική στην «ειδική μεταχείριση», όχι ισονομία, των μειονοτήτων και εν τέλει στη «μη αναγνώριση» μιας παραμελημένης και υποτιμημένης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές και πολλές όψεις αυτών των φαινομένων. Παρά την ανομοιογένεια όμως, οι πολιτικές της μνησικακίας και της δυσαρέσκειας έχουν έναν κοινό πυρήνα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Οι κήρυκές τους έχουν επιδέξια διαμορφώσει μια τριμερή διάταξη του κόσμου, η οποία περιλαμβάνει τον λαό των γηγενών, τις ελίτ και τις μειονότητες. Ο πολιτικός αντίλογος μέσα από τη διαύγαση δαιμονοποιημένων όρων όπως το wokeness και οι «πολιτικές της αφύπνισης» κατά του ρατσισμού και των διακρίσεων έχει σημασία.
Ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία έχει το να γίνει κατανοητή η αίσθηση του «εκτοπισμού» μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και να ενισχυθεί το συλλογικό «εμείς» στη βάση πολιτικών που αμβλύνουν την κοινωνικο-οικονομική ανισότητα και την πολιτισμική αποξένωση.
*Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.