Το ταξιδιωτικό ή περιηγητικό κείμενο αποτελεί ανάγνωσμα εγκυκλοπαιδικό, επιστημονικό, παιδαγωγικό, ιστορικό και γεωγραφικό, με δυο λόγια πληροφοριακό. Συγχρόνως όμως αποτελεί ανάγνωσμα ψυχαγωγικό, περιπέτειας και ανακαλύψεων όπως και λογοτεχνικό ως ποιητική αποτύπωση μιας εμπειρίας και μιας υποκειμενικής ματιάς. Διαφαίνεται έτσι η πολυμέρεια της ταξιδιωτικής φιλολογίας: η ταξιδιωτική αφήγηση ως μορφή απομνημονεύματος θέτει διαρκώς υπό αμφισβήτηση τα όρια του λογοτεχνικού κανόνα, κυρίως λόγω της πληροφοριακής της ιδιότητας και της άμεσης εξάρτησής της από την πραγματικότητα την οποία αποτυπώνει. Παράλληλα όμως η υποκειμενικότητα του παρατηρητή-ταξιδιώτη, η εσωτερικευμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας, η ενεργοποίηση της μνήμης και της προσωπικής εμπειρίας καθώς και η αισθητική επεξεργασία του λόγου προσδίδουν στο κείμενο έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα που συχνά εμφανίζεται να είναι αντίρροπος προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας και την επικοινωνιακή της λειτουργία. Κατά τους νεότερους χρόνους, από τον 14ο ως τον 19ο αιώνα, στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο ταξίδεψαν πάνω από 3.500 περιηγητές, οι οποίοι μετά την επιστροφή τους περιέγραψαν και δημοσίευσαν τις περιηγήσεις τους. Οι περιηγητές αυτοί ήταν κάθε λογής έμποροι, τυχοδιώκτες, στρατιωτικοί, προσκυνητές, κληρικοί, επίσημοι απεσταλμένοι κυβερνήσεων και πρεσβευτές, φυσιοδίφες, γεωγράφοι, αρχαιόφιλοι, φιλοπερίεργοι και πολλοί άλλοι. Οι πληροφορίες που παραδίδουν για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις συνθήκες διαβίωσης των λαών αποτελούν μια ιδιόμορφη αλλά πολύτιμη ιστορική πηγή.
Από τον 19ο αιώνα η τεχνολογική ανάπτυξη, η εξέλιξη των μέσων μεταφοράς αλλά και η ίδρυση του ελληνικού κράτους καθιστούν το ταξίδι ευκολότερο, συντομότερο και περισσότερο προσιτό σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Κοντά στους απεσταλμένους κυβερνήσεων και επιστημονικών αποστολών τώρα υπάρχουν και όσοι αναζητούν με τη φυγή την προσωπική τους ολοκλήρωση. Ανάμεσα σε αυτούς, οι ρομαντικοί λογοτέχνες ελπίζουν σε νέες πηγές έμπνευσης και διεξόδους από έναν ορίζοντα που τους περιορίζει. Από τότε και στο εξής ολοένα και περισσότερο στην Ευρώπη ταξιδεύουν λόγιοι, άνθρωποι των γραμμάτων, ποιητές και πεζογράφοι. Η ίδρυση των ξένων αρχαιολογικών σχολών στην Αθήνα διευκολύνει την προσέλευση αρχαιολόγων, ιστορικών, λογίων. Στις ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις, η πρωτοκαθεδρία της αντικειμενικής πληροφόρησης συμβαδίζει με την καθαρά υποκειμενική πρόσληψη του χώρου και με μια ρομαντική προσπάθεια προσέγγισης και ερμηνείας της ιστορίας μέσα από τη σύγχρονη εικόνα των ανθρώπων που τον κατοικούν.
Οι ιστορικές συγκυρίες και οι κοινωνικές συνθήκες δεν επέτρεψαν στον ελληνικό χώρο την, αντίστοιχη με τον ευρωπαϊκό, εμφάνιση και εξέλιξη της ταξιδιωτικής φιλολογίας. Οι πρώτες ρίζες της ταξιδιωτικής αφήγησης βρίσκονται σε κείμενα του τέλους του 17ου και του 18ου αιώνα, σε προσκυνητάρια ή και χειρόγραφα προσωπικά ημερολόγια ιερωμένων, εμπόρων, λογίων και φαναριωτών γραμματέων, όσων δηλαδή η ξεχωριστή ιδιότητά τους επέβαλλε να μετακινούνται στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τις ρίζες της ταξιδιωτικής αφήγησης θα τις αναζητήσουμε επίσης στο πνεύμα εμπειρισμού του προεπαναστατικού Διαφωτισμού και στο αίτημα για αυτοψία και επιτόπια παρατήρηση που οδήγησε στον συγκερασμό της γεωγραφικής πραγματείας και της ταξιδιωτικής εντύπωσης.
Ετσι, το ταξιδιωτικό κείμενο μπορεί να περιλαμβάνει μια ευρεία ποικιλία ειδών και αφηγηματικών τύπων, μπορεί δηλαδή να αποτελεί ένα αποστασιοποιημένο γεωγραφικό και ιστορικό δοκίμιο εγκυκλοπαιδικού και πληροφοριακού τύπου, ένα προσωπικό ημερολόγιο περιγραφής συμβάντων, μια εξειδικευμένη αποτύπωση του χώρου, ένα σύγχρονο ρεπορτάζ ή ακόμη μια αυτοβιογραφική, φιλοσοφική και εξομολογητική έκφραση. Οταν, συνεπώς, η γραφή γίνεται αυτο-αναφορική, όταν ο χώρος λειτουργεί όχι μόνο ως αντικείμενο παρατήρησης αλλά και ως αφορμή αυτο-παρατήρησης, όταν το ταξιδιωτικό κείμενο προσδιορίζεται πολύ περισσότερο από το ίδιο το πρόσωπο που ταξιδεύει παρά από τις αντικειμενικές συνθήκες και τον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο του ταξιδιού, όταν δηλαδή η γραφή απαγκιστρώνεται από το γενεσιουργό της αίτιο και το ταξίδι δεν γίνεται «τίποτ’ άλλο παρά ένας ακόμα τρόπος για να εξερευνούμε και να διαπιστώνουμε τις δυνάμεις που κατέχει η ψυχή και ο νους μας» (Στράτης Μυριβήλης), τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι αρχίζει η λογοτεχνία. Οπως και κάθε γνήσιο λογοτεχνικό έργο, έτσι και το ταξιδιωτικό κείμενο μπορεί να διαβάζεται στη διαχρονία γιατί έχει αποκτήσει μια δική του αυτοτέλεια, έχει αφομοιώσει κάθε λογής εμπειρίες, σκέψεις και μνήμες, αποβαίνει κατάθεση ζωής και μπορεί να ζει ανεξάρτητα από το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε. Και από την άποψη αυτή, ο αναγνώστης μπορεί να αντλήσει όχι μόνο ιστορική γνώση αλλά συγχρόνως να κινητοποιήσει τη δική του βιωματική εμπειρία. Η ταξιδιωτική αφήγηση τελικά στηρίζεται στην πραγματικότητα, εκφράζει την υποκειμενικότητα και προκαλεί τα όρια της λογοτεχνίας. Γι’ αυτό ο Λαμαρτίνος έλεγε: «Δεν γράφω ούτε βιβλίο, ούτε ταξίδι».
Η κυρία Ουρανία Πολυκανδριώτη είναι διευθύντρια Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών.