Πέραν της Ιστορίας, στο μεταξύ μάλλον ιστοριογραφίας και λογοτεχνίας, εκεί στη μεικτή ζώνη τεκμηρίωσης και αυθαιρεσίας, όπου τα πιο ετερόκλιτα στοιχεία συγκλίνουν και εναρμονίζονται σε μια ενότητα, δοκιμάζοντας σκληρά την καθαρότητα του μυθιστορηματικού είδους, κινείται το τελευταίο βιβλίο του Ηλία Ευθυμιόπουλου «Barcelona», με τον υπότιτλο «σαν μυθιστόρημα».
Τι δηλώνει αυτό το παρομοιωτικό-επεξηγηματικό «σαν»; Οτι απουσιάζει η αυστηρότητα και η ακρίβεια του επιστημονικού λόγου, η διασταύρωση των πληροφοριών, η εγκυρότητα της μαρτυρίας και όλα τείνουν στη μεταφορική ασάφεια που καλλιεργούν τα τροπικά σχήματα λόγου και η εκφραστική δολιοφθορά της λογοτεχνίας; Οτι κάθε είδους αφήγηση, ποιητική, δοκιμιακή, φιλοσοφική, αυτοβιογραφική κ.λπ. έχει τα περιγεγραμμένα όριά της, που η παραχάραξή τους ισοδυναμεί με ασυγχώρητη αθεμιτουργία; Είναι αυτονόητο πως ένα ιστορικό μετα-αφήγημα όπως του Ευθυμιόπουλου δεν μπορεί παρά να θέτει εξ ορισμού παρόμοια ερωτήματα που συνδέονται με τη μείξη ή αλληλοπεριχώρηση των ειδών και με τη δυνατότητα συνύφανσής τους.
Για παράδειγμα, σ’ ένα από τα τελευταία του βιβλία («The poetry of thought») ο Στάινερ ισχυρίζεται πως δεν έχει πια καμιά σημασία η διάκριση ποίησης και φιλοσοφίας. Μετά τον Μπερξόν ο φιλόσοφος είναι την ίδια στιγμή ένας συγγραφέας που δραματοποιεί τη σκέψη του και συνθέτει σε μυθοπλαστική μορφή τις επιστημολογικές του προτάσεις. Ομοίως και με την Ιστορία, η οποία όχι μόνο αιμοδοτεί με το απεριόριστο υλικό της το σύστημα της λογοτεχνίας – αυτό το εύθραυστο και ανυπεράσπιστο υποτίθεται στην επίθεση του ορθολογισμού σώμα – αλλά για πολλούς ταυτίζεται μαζί του, όπως για τους οπαδούς της γλωσσικής στροφής (linguistic turn), τον Χέιντεν Γουάιτ ή τον Ντομινίκ Λα Κάπρα. Μάλιστα ο Ivan Jablonka τιτλοφορεί ένα από τα βιβλία του «Η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία».
Ο συγγραφέας της «Barcelona» αναψηλαφεί από αυτή την αμήχανη οπτική την Ιστορία στα καθέκαστα και στις κορυφαίες στιγμές της σ’ ένα χρονικό τόξο που συνδέει τον 14ο αιώνα και την εκστρατεία των Καταλανών στο Βυζάντιο με τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, τη σύγχρονη Ισταμπούλ, το Φάληρο του Μεσοπολέμου και τη Νοεπάτρια, τη σημερινή Υπάτη. Πώς συγκολλείται όμως ένα τόσο ετερόκλιτο υλικό; Από τη σκοπιά ενός ιστοριογράφου που οριοθετεί τη θεματολογία του και καταθέτει τη μέθοδο και τα κριτήριά της κάτι παρόμοιο φαντάζει ανέφικτο, παράλογο και έξω από τις οργανωτικές αρχές της έλλογης «χρονογραφικής» σκέψης.
Για τον συγγραφέα της «Barcelona» που ομολογεί την πίστη του στη λογοτεχνική συνείδηση και ανυπακοή στους κανόνες και την αποστροφή του στους απαρέγκλιτους νόμους ενός ιστορικού υλισμού, η Ιστορία είναι ανθρωποκεντρική, και άρα ρευστή, συγκεχυμένη, αλλοπρόσαλλη, έξω από προβλέψεις ή χρησμοδοτήσεις. Είναι πιο κοντά στην καβαφική έννοια της Ιστορίας όπως αποτυπώνεται στο ποίημα «Διορία Νέρωνος» και λιγότερο στα μείζονα, εκλυτικής ολκής, γεγονότα. Εκείνο που μετράει λοιπόν είναι ο άνθρωπος στη συνάντησή του με το αναπάντεχο και αόρατο, που δεν συντάσσεται σε σχέδιο, οργάνωση και προοπτική, όπως για παράδειγμα η δολοφονία του αρχηγού των Καταλανών Ροζέ ντε Φλορ στα ανάκτορα της Πύλης το 1308. Ο Ευθυμιόπουλος δεν στέργει στην εξιδανίκευση ή στον καλλωπισμό της Ιστορίας. Εξαρθρώνοντας τη νομοτελειακή αδιαλλαξία της και τη γραμμική πορεία της στον χρόνο – είναι αντίθετα υπέρ μιας τεθλασμένης, ζιγκ-ζαγκ, διαδρομής – συνδέει, μέσα από υπόγειους, λαθραίους, «μυσταγωγικούς» και άλογους κόμβους συμπτώσεων, τα πιο ετερογενή στοιχεία που δεν υπόκεινται σε καμιά αιτιοκρατική συνοχή.
Ο Μποδοσάκης π.χ. είναι ο ισχυρός επιχειρηματίας που εκμαυλίζει τον έτσι κι αλλιώς διαβρωμένο Γκέρινγκ, τροφοδοτώντας τον Ισπανικό Δημοκρατικό Στρατό με στρατιωτικό οπλισμό. Αυτό δεν είναι έξω από την πραγματική Ιστορία. Πόσο «αληθινό» όμως είναι, για να θυμηθώ εδώ πάλι τον Jablonka, πόση βαρύτητα έχει στο συνολικό εγχείρημα και στην έκβαση του πολέμου; Για τον συγγραφέα όμως έχει, όπως και το «εμβόλιμο» κεφάλαιο «Ισταμπούλ» ή ακόμη οι ακροτελεύτιες σελίδες με τον τίτλο «Η επιστροφή στην Υπάτη», ένα είδος καθαρκτικής «νέκυιας». Εχει γιατί τοποθετεί την ανθρώπινη κατάσταση όχι στα αμφιλεγόμενα γεγονότα ή στην αρρυθμία της Ιστορίας, αλλά στον καταστατικό χάρτη της ύπαρξης, εκεί όπου οι εσωτερικοί κραδασμοί, αψηλάφητοι πολλές φορές, σοβούν στο βάθος. Περισσότερο μάλιστα σε αυτό που ασπαίρει ζωντανό και αδιατίμητο στην επιφάνεια, στο βλέμμα ή στον αντικατοπτρισμό των βλεμμάτων δύο ανθρώπων, για παράδειγμα, που απαθανατίζονται τυχαία από τη φωτογραφική μηχανή του περιβόητου Ρόμπερτ Κάπα και της συντρόφου του Γκέρντα Τάρο. Γράφει: «Υπάρχει εκατέρωθεν μια συνωμοσία σε σχέση με τις συμπτώσεις, μια άρρητη κατανόηση των ρόλων, μια ανταλλαγή ανεπαίσθητων σημάτων, μέσα από την ομοιότητα των φυσιογνωμιών μια μικρή και καθοριστική λεπτομέρεια στο σύμπαν της μεγάλης Ιστορίας».
Το σύμπαν της μεγάλης Ιστορίας, όπου δει, είτε στο Βυζάντιο των μεγάλων ανακατατάξεων και της επερχόμενης διάλυσης είτε στην Ισταμπούλ του αυταρχικού αναστηλωτή Ερντογάν είτε στον εμφύλιο της Ισπανίας είτε ακόμη στο περίβλεπτο «Γκραντ Οτέλ» του Φαλήρου, το οποίο δεξιώνεται κοσμικές χήρες και μηχανορράφους βιομηχάνους, δεν είναι έννοιες, ούτε ιστορικές συμπράξεις που υπάγονται σε μείζονες ενότητες, αλλά η αδιαφανής παρουσία του ανθρώπου, εκείνου που αμφιρρέπει μέσα στην αμφιθυμία του ρόλου του, που παίζει σπουδάζων (Οργουελ), βυσσοδομεί (Φράνκο), θεμελιώνει την εξουσία του (Μποδοσάκης), αποτυγχάνει (Αρκάντι), για να πέσει τελικά, με τον ψόφο της πτώσης του, σαν ένα παιδί που δεν του ανήκει η βασιλεία, για να παραφράσω εδώ, τον Ηράκλειτο. Θέατρο σκιών η Ιστορία, θα περιλάβει στο μακάβριο έργο της πρωταγωνιστές και κομπάρσους, τον Κένεντι, την Γκάντι, τον Χέμινγκγουεϊ, τον Ντον Πάσος, αλλά και τον ανώνυμο πεσόντα, όσους με δυο λόγια καταλογράφησε ή αγνόησε η επίσημη Ιστορία στο μέτωπο αυτού του χρόνου.
Αν κάποιος επιχειρούσε να ερμηνεύσει αυτό το αναρχοκρατούμενο – όχι όμως λιγότερο δραστικό κείμενο – θα το ταξινομούσε, στη σύγχρονη λογοτεχνία, όχι στο μυθιστόρημα που θάλλει τον 19ο αιώνα, αλλά σε αυτό που εκτόπισε τον μύθο, την πλοκή, τους ήρωες και τα παράφερνά τους, τοποθέτησε στο κέντρο τη γλώσσα, μυκτηρίζοντας συνάμα την Ιστορία ως ένα «εφιάλτη (nightmare) από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω» (Joyce). Ομως αν η ταυτότητα ενός έργου είναι η γλώσσα του, σίγουρα η «Barcelona» είναι ως τα μπούνια εντός της, για να θυμηθώ εδώ τον Γ. Σεφέρη. Τη διακρίνει το νεύρο και η στυλιστική ευφορία, που δεν σκεπάζει την ανάγκη για ακρίβεια και αποτύπωση της πιο μικρής λεπτομέρειας. Οπαδός της λογοτεχνίας του βλέμματος μιας φαινομενολογικής καλής πίστης, αφήνεται στις φαντασμαγορίες που αντανακλά το στιγμιότυπο, στο φλας που αιχμαλωτίζει το ορατό. Αν μάλιστα αφιερώνει σελίδες ολόκληρες στον Μιρό, δηλαδή στο χρώμα και στους συνδυασμούς που γεννάει και ακτινοβολεί το φως και η μαρμαρυγή του, είναι για να εμβαθύνει στην παλίμψηστη σημασία της λέξης. Πίσω από αυτή τη στράτευση, όχι στο κόμμα αλλά στη γλώσσα, διακρίνω μια παραλλαγή της «έγχρωμης ακοής» του Ναμπόκοφ («Μίλησε, μνήμη»), της εικονοπλαστικής ιδιοσυγκρασίας του Μπάνβιλ, ενός γλωσσοκεντρισμού γενικά που δεν ταριχεύει το νόημα στη φόρμα και το κέλυφος. Ιδού: «φέρνοντας προς τα σπίτια, όπως κοιτάμε με την πλάτη στη θάλασσα, μια ανεπαίσθητη μυρουδιά από τα σκιερά και πιο γνήσια δένδρα του δάσους, με το δικό τους κι αυτά θρόισμα αλλά με πιο βαθύ και πιο αργό πράσινο, αν μπορεί να δώσει κανείς χρώμα στη βραδύτητα, ένα σκούρο και πυκνό πράσινο με βαριές δόσεις αρωμάτων από κωνοφόρα και καστανιές…» (σελ. 305).
Ο κ. Γιώργος Αριστηνός
είναι συγγραφέας, δοκιμιογράφος.