Ας αναλογιστούμε: Δυόμισι, σχεδόν, χρόνια αποξένωσης από τη ζωντανή εκπαίδευση έχουν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στα παιδιά. Οι μισοί μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαπιστώνονται και επισήμως ως λειτουργικά αναλφάβητοι. Σιγά τα νέα. Ποιος έσπασε ποτέ αβγά σε αυτόν τον τόπο; Και το πιο δυσάρεστο (τα καλάθια του τίτλου): Εξι χρόνια στο Δημοτικό και έξι σε Γυμνάσιο – Λύκειο με τους μαθητές να βαριούνται θανάσιμα. Να μη διασκεδάζουν. Να βρίσκονται αλλού. Ανέμπνευστοι, ανέραστοι, αδιάφοροι. Ακόμη και στη στρατιωτική εκπαίδευση οι νεοσύλλεκτοι βρίσκουν τρόπους να περνούν καλά. Οχι όμως και στο ελληνικό σχολείο.

Πρόκειται για ένα δράμα που οι συνεπείς εκπαιδευτικοί το ζουν καθημερινά. Επί χρόνια. Η αληθινή, υπόγεια τραγωδία του τόπου. Νέοι άνθρωποι χαμένοι πριν ακόμα δώσουν τη μάχη, χαμένα χρόνια στην κυριολεξία, λάθος προσανατολισμένοι μαθητές, κατεστραμμένοι πριν καν αρχίσουν τη ζωή τους. Με λάθος εφόδια. Ή, καλύτερα, χωρίς εφόδια. Και το χειρότερο:

Με αδιαφορία ή και μίσος για το σχολείο. Από το Δημοτικό ως το Πανεπιστήμιο (ιδιαίτερα στο τελευταίο με τους καταθλιπτικούς, βρώμικους χώρους του λόγω… προοδευτικού ακτιβισμού)! Επειδή τα παιδιά μας, το ξαναλέω, βαριούνται θανάσιμα. Ή, καλύτερα, μας βαριούνται. Και εμάς και τα δωρεάν – ίσως και γι’ αυτό τόσο βαρετά, κακογραμμένα και κακοσχεδιασμένα – βιβλία που τους παρέχουμε χύδην και τα οποία δεν ανοίγουν σχεδόν ποτέ. Τόσο μαζικά και απρόσωπα βιβλία. Βιβλία που δεν θα βάλεις ποτέ στη βιβλιοθήκη αλλά θα τα πετάξεις εκδικητικά με την πρώτη ευκαιρία. Δείτε τους όγκους των εντύπων που δίνουν σε Δημοτικό και Γυμνάσιο και… φρίξτε. Για τον όγκο της υποκρισίας. Ποιος, διερωτώμαι, θα σπάσει τα αβγά της εκπαιδευτικής ιδεοληψίας και θα αξιοποιήσει τα καλάθια της νέας εποχής; Τα τάμπλετ, ας πούμε, που τόσο λατρεύουν οι πιτσιρικάδες. Που θα πει, πρέπει να πάμε στο παιδί με οδηγό τις δικές του ανάγκες κι όχι τις δικές μας ανασφαλείς βεβαιότητες. Το ίδιο και με τη διδασκαλία της Ιστορίας, το θαυμαστό παραμύθι του έθνους. Δηλαδή την καλλιέργεια της φιλοπατρίας αλλά και την καταπολέμηση της εθνικιστικής μειονεξίας.

Ονειρεύομαι λοιπόν ένα σχολείο με ελάχιστα ή και καθόλου βιβλία στην τάξη. Αλλά με ελεύθερες επιλογές βιβλίων. Το δικό μας σύστημα, είτε αριστερό είτε δεξιό, είναι προαποφασισμένο, δηλαδή σταλινικό. Αφού γενικότερα ως κοινωνία δεν αγαπάμε το βιβλίο αλλά το θεωρούμε κάτι το εξωτικό και αχρείαστο. Το διακοσμητικό για τη σερβάντα! Και με τους πολιτικούς συστηματικά να κρύβουν όλο το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Ή να παίζουν εν ου παικτοίς. (Εστω κι αν έχουν πολλοί από αυτούς υπάρξει ακαδημαϊκοί δάσκαλοι.) Οπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το αμαρτωλό, με το διαχρονικά κομματικοποιημένο πρώην Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. (Και από το 2012, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Οχι παίζουμε.)

Τι λείπει λοιπόν από την παιδεία μας;

Μα τι άλλο από τον έρωτα. Κι από το παιχνίδι του έρωτα. Δηλαδή την αυτενέργεια και την αυτοέκφραση. Τα παιδιά μας τα θέλουμε παθητικούς δέκτες που να απομνημονεύουν, τουτέστιν να παπαγαλίζουν. Οχι να εκφράζονται δημιουργικά. Η παιδεία όμως είναι συνδημιουργία. Γι’ αυτό είναι τόσο διαφορετικά και τόσο επιτυχημένα τα λεγόμενα Καλλιτεχνικά Γυμνάσια. Ενώ βιαστήκαμε να καταργήσουμε τα καλλιτεχνικά μαθήματα, δηλαδή την αυτενέργεια στην τάξη.

Από την άλλη, μια ολόκληρη κοινωνία που εφησυχάζει. Εμπρός στην ηλίθια, ιδιωτική τηλεόραση. Θα ήθελα να ήμουν δικτάτορας για να την καταργήσω. Τόσο μακριά από το βιβλίο και την κουλτούρα του βιβλίου. Με τα παιδιά, μοιραία, να βλέπουν τους γονείς τους και να τους μιμούνται. Συμπέρασμα: Η παθογένεια της εκπαίδευσης αντανακλά ακριβοδίκαια την παθογένεια της οικογένειας.

Πιο απλά, αρπαχτές και στη γνώση όπως και στη ζωή, ήσσων προσπάθεια, έλλειψη πειθαρχίας, κανόνων, αξιών, αρρωστημένος εγωτισμός, κιτς ως αισθητική (δηλαδή επιφάνεια και «μούρη»), έλλειψη πνεύματος μαθητείας και σεβασμού, απομυθοποίηση του δασκάλου στο όνομα του… μοντερνισμού κ.λπ. Απομυθοποίηση, τέλος, του σχολείου στο όνομα του… ρεαλισμού και της επαγγελματικής δήθεν αποκατάστασης. Με κάθε κόστος. Μυθοποίηση από την άλλη του εξωσχολικού φροντιστηρίου. Αμφισβήτηση εν τοις πράγμασιν της μαθησιακής διαδικασίας. Η παιδεία ως οχληρή υποχρέωση. Η παιδεία ως τεχνική και όχι ως μέθεξη. Και ώσπου να γίνουν όλες αυτές οι κοσμογονικές αλλαγές, γονείς ασχοληθείτε με τα παιδιά σας! Είστε οι πρώτοι και οι τελευταίοι δάσκαλοί τους!

Και βέβαια η αλλαγή του παραδείγματος που οφείλει να ακολουθήσει την αλλαγή της εποχής δεν είναι διόλου εύκολη. Απεναντίας. Και η έλλειψη διαλόγου ως προς την παιδεία από πλευράς κομμάτων εκ παραλλήλου προς την αφωνία και την αυστηρή… ουδετερότητα της πνευματικής ηγεσίας δεν προοιωνίζεται τίποτε αισιόδοξο. Οσο οι πολιτικές παρατάξεις θα ψηφοθηρούν μέσω της παιδείας τόσο η τραγωδία θα μεγαλώνει.

ΥΓ.: Λέω συχνά στους μαθητές μου: «Δεν μπορεί, όλα αυτά τα χρόνια θα πετύχατε έναν δάσκαλο, έναν καθηγητή που να τον ερωτευτήκατε, που να σας ενέπνεε, που να τον κοιτάζατε στα μάτια. Και μόνο για αυτό αξίζει να αγαπήσετε το σχολείο. Που είναι δικό σας κι όχι του εκάστοτε διευθυντή, καθηγητή, υπουργού κ.λπ.». Οι περισσότεροι απαντούν θετικά. Αυτό και μόνο αυτό – δηλαδή ο άγνωστος, «ανώνυμος» δάσκαλος – διασώζει κάτι στην παιδεία μας. Ακόμη. Από την άλλη φέρτε τα παιδιά σας στα μουσεία, στις γκαλερί, στους αρχαιολογικούς χώρους. Δείξτε τους τέχνη. Μην περιμένοντας τα πάντα από μια αργόστροφη πολιτεία. Κάντε τα κοινωνούς του διαχρονικού πολιτισμού μας (και πολιτισμού τους). Είναι η υψηλότερη μορφή παιδείας!

 

Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ.