1. «Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι προϊόν του ισχύοντος θετικού δικαίου και προϋποθέτουν αφενός την ύπαρξη του δικαίου που τα απονέμει και ρυθμίζει την άσκησή τους και αφετέρου της κρατικής εξουσίας που τα προστατεύει με τους καταναγκαστικούς μηχανισμούς της» (Αριστόβουλος Μάνεσης, «Ατομικές Ελευθερίες», 1983, σελ. 39). Το Σύνταγμα ορίζει ότι «στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι» (άρθρο 96 παρ. 1). Η αρχή «καμιά ποινή χωρίς δικαστική διαδικασία» καθιερώνει τη «μονοπώληση της ποινικής λειτουργίας από την πολιτεία, απαγορεύει την αυτοδικία και την αυθαιρεσία». Η εξουσία του λαού στο δημοκρατικό πολίτευμα μεταμορφώνει «το άμορφο και ανοργάνωτο πλήθος σε μορφοποιημένο πολιτικό υποκείμενο, το εντάσσει ως αυτόνομη πολιτική οντότητα στο κράτος και το υποτάσσει στο δίκαιο (…). Η κυριαρχία του λαού και η άσκηση όλων των εξουσιών του υπάγεται στους ορισμούς του Συντάγματος, όπως ορίζει το Σύνταγμα στο πρώτο άρθρο του (παρ. 3) (…). Ο λαός είναι κυρίαρχος δυνάμει του Συντάγματος και μόνον εφόσον ενεργεί εντός των ορίων του Συντάγματος και των πλαισίων του Πολιτεύματος. Η κυριαρχία δεν νοείται πλέον χωρίς το Σύνταγμα, το οποίο δεν πειθαρχεί απλώς την άσκησή της, συνιστά και όρο ύπαρξής της» (Αντώνης Μανιτάκης, «Τι το κύριον της Πολιτείας εστίν», σελ. 18-21). Στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου «η διαδικασία ειρηνικής και έλλογης επίλυσης των διαφορών και συγκρούσεων που σπαράσσουν καθημερινά το πλήθος» ανατίθεται από το Σύνταγμα στη δικαστική λειτουργία που διαθέτει εγγυήσεις για την ορθή χρήση της εξουσίας που της απονέμει το Σύνταγμα, όπως είναι η δημοσιότητα της δίκης, η αιτιολογία των αποφάσεων και ο θεσμός των ενδίκων μέσων.
2. Το δικαίωμα επιστημονικής κριτικής των δικαστικών αποφάσεων υπόκειται στις καταστατικές αρχές κάθε επιστήμης, δηλαδή στον ορθό λόγο, στον αντίλογο, στο διάλογο, στην αναζήτηση της επιστημονικής ορθότητας και αλήθειας μέσα από τη χρήση της οικείας, καθιερωμένης επιστημονικής μεθόδου. Αυτονόητο, όμως, είναι και το δικαίωμα κάθε πολίτη να διατυπώνει δημόσια την «επί της ουσίας» κριτική των αποφάσεων, διότι αυτές αποτελούν έκφραση εξουσίας που υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο (Ιωάννης Μανωλεδάκης, «7 θέσεις για το Δίκαιο και για τη Δικαιοσύνη, Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων», σελ. 53 επ., ιδίως 60). Το δημοκρατικό και δικαιοκρατικό όριο κάθε δημόσιας κριτικής είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια: η διαπόμπευση, ο στιγματισμός και η προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας, ιδίως πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου, παραβιάζει την «υπέρτατη υποχρέωση» της πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία κάθε ανθρώπου. Η «δημόσια καταδίκη» δεν συνιστά αποδεκτό τρόπο κριτικής. Κάθε άνθρωπος, οτιδήποτε αξιόποινο και αν έπραξε, θα κριθεί από τα αρμόδια δικαστήρια και θα τιμωρηθεί σύμφωνα με όσα ορίζει το Σύνταγμα και οι νόμοι και όχι βεβαίως διότι αυτό «απαιτεί ο λαός». Η πράξη του κατηγορουμένου κρίνεται σε μια δίκαιη δίκη και αποφασίζεται αιτιολογημένα αν αυτός θα τιμωρηθεί ή όχι, βάσει των γεγονότων που αποδείχθηκαν, με ισότητα και αντικειμενικότητα, όπως ορίζει ο νόμος. Εκείνο που είναι αδιανόητο και γι’ αυτό αθέσμιτο είναι να αποφασίσει η κοινή γνώμη για μια εκκρεμή δικαστική υπόθεση.
3. Η απόφαση του ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση που ασκήθηκε δεν συνεπάγεται «αναστολή» της ποινής, δηλαδή απόφαση με την οποία ορίζεται ότι η ποινή δεν θα εκτελεστεί, αλλά ότι αναβάλλεται η εκτέλεση της απόφασης, ωσότου αποφασίσει το κατ’ έφεση δικαστήριο. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας 1950/1951 που ίσχυσε ως πρόσφατα, όριζε στο άρθρο 471 παρ. 1 εδ. α΄ τον «κανόνα», ότι, δηλαδή, το «εμπροθέσμως και προσηκόντως ασκηθέν υπό του δικαιουμένου εις τούτο ένδικον μέσον και η προς άσκησιν αυτού προθεσμία αναστέλλουσι την εκτέλεσιν της προσβαλλομένης αποφάσεως, όταν ο νόμος δεν διατάσσει ρητώς άλλως» (βλ. ανάλυση της διάταξης σε Ν. Μπουρόπουλο, Ερμηνεία του ΚΠΔ κατ’ άρθρον τ. Β, 1957, σελ. 157-161). Η ρύθμιση είναι λογικά και αξιολογικά ορθή και καθιερωμένη για δύο προφανείς λόγους: ο πρώτος λόγος είναι ότι η ποινή που πρόκειται να εκτίσει ο πρωτόδικα καταδικασμένος δεν είναι ούτε δεδομένη, ούτε γνωστή, διότι είναι αβέβαιο αν αυτός θα καταδικαστεί και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και εφόσον τούτο συμβεί αν η ποινή που του επιβληθεί θα συνεπάγεται ή όχι τον εγκλεισμό του. Αυτά θα ορίσει κυριαρχικά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο θα δικάσει απ’ αρχής την υπόθεση. Η έκτιση, επομένως, της ποινής είναι πρόωρη και εντελώς υποθετική, βασίζεται δηλαδή στην υπόθεση πως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα αποφασίσει ό,τι και το πρωτόδικο. Βασίζεται σε ένα τεκμήριο ενοχής, αντίθετο προς ότι ισχύει: ένοχος θεωρείται μόνον αυτός που καταδικάστηκε αμετάκλητα.
Πριν από αυτό το χρονικό σημείο ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος. Η έκτιση της ποινής που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο επιφέρει στέρηση της ελευθερίας του κατηγορουμένου του οποίου δεν έχει εκδικαστεί η έφεση. Εμφανίζεται έτσι μια αδικαιολόγητη αντίφαση προς το τεκμήριο αθωότητας, που καθιέρωσαν διεθνείς συμβάσεις και ισχύει ως υπερέχουσα του εσωτερικού δικαίου αρχή. Για τον λόγο αυτόν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης αποτελεί τον κανόνα και η αντίθετη προς αυτό δικαστική απόφαση νομιμοποιείται όχι από την πρωτόδικη καταδίκη του, αλλά από την ύπαρξη αποδεδειγμένης προσπάθειας φυγοδικίας ή επικινδυνότητας του κατηγορουμένου.
4. Η επίκληση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» είναι αδιέξοδη, διότι δεν πρόκειται για μετρήσιμο και ως εκ τούτου αποδείξιμο μέγεθος, όπως, αντίθετα, είναι μια θεσμική ψηφοφορία που διαπιστώνει την πλειοψηφία. Aλλά και η αρχή της πλειοψηφίας, ενώ αποτελεί αναγκαίο μέσο για τη λήψη αποφάσεων, δεν προσφέρει πάντως εγγύηση για την ορθότητα του περιεχομένου τους. Η άποψη για το «κοινό αίσθημα δικαίου» είναι μια «ψευδοδημοκρατική προβολή επιχειρημάτων βούλησης και αυθεντίας». Οι νομικές κρίσεις εκφέρονται στο πλαίσιο μιας έννομης τάξης νομιμοποιημένης τόσο από την ηθικοπολιτική ποιότητα των αρχών που τη συγκροτούν όσο και από την πραγματική τήρηση των αρχών αυτών στην κοινωνική πραγματικότητα (Κ. Μ. Σταμάτης, «Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων», 2006, σελ. 212 και 224). Βασική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ισότητα: όλοι/ες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από τη φυλή, το φύλο, την εθνικότητα, τη θρησκεία, την αναπηρία, τον γενετήσιο προσανατολισμό ή την ταυτότητα του φύλου. Οι προσωπικές ή κοινωνικές προκαταλήψεις εναντίον μιας νομικής ρύθμισης ή μιας δικαστικής απόφασης αποτελούν απόψεις που είναι μεθοδολογικά αδύνατο να συντεθούν σε ένα «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα του λαού», όπως προσεγγίζεται από τον Κώστα Σταμάτη, «αντανακλά α) τα πιθανώς χαμηλά επίπεδα αφομοίωσης των αξιών του σύγχρονου νομικού πολιτισμού από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, β) τον ατελή βαθμό γνώσης των κανόνων θετικού δικαίου που διέπουν βασικές πτυχές του βίου, ατομικά και συλλογικά, γ) την απροθυμία ή αδυναμία πολλών ανθρώπων να σκέπτονται με όρους γενικού συμφέροντος, καθ’ υπέρβαση μιας εγωιστικής προοπτικής» («Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων», 2006, σελ. 204-207).
5. «Η δικαστική ανεξαρτησία είναι αναγκαία προϋπόθεση ώστε οι διαφορές γύρω από τη νομιμότητα και τα δικαιώματα να κρίνονται από πρόσωπα ικανά να αντισταθούν στις πιέσεις όσων θα διέθεταν ίσως τη δύναμη να επηρεάσουν αθέμιτα την κρίση τους. Η ανεπηρέαστη από σχέσεις δύναμης τήρηση της νομιμότητας και ο σεβασμός των δικαιωμάτων δεν αποτελούν μόνο τους ακρογωνιαίους λίθους του κράτους δικαίου αλλά και στυλοβάτες του δημοκρατικού πολιτεύματος (…). Ούτε η λαϊκή-πλειοψηφική εκλογή των δικαστών ούτε ο προσανατολισμός των δικαστικών κρίσεων στις εκάστοτε εικαζόμενες επιλογές της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος θα προσέθεταν απολύτως τίποτε στη δημοκρατική νομιμοποίησή της – αντίθετα μάλιστα, κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, θα της αφαιρούσαν κάτι σημαντικό, καθώς θα υπονόμευαν ένα μέρος από εκείνην ακριβώς την ανεξαρτησία που καθιστά τη νομιμότητα και τα δικαιώματα αναγκαίο (έστω και αν όχι και επαρκές) και πρωτογενές κανονιστικό συστατικό της δημοκρατίας (…). Κίνδυνος κατάχρησης υπάρχει στην άσκηση κάθε εξουσίας. Στην περίπτωση της δικαστικής εξουσίας αντίδοτο στον κίνδυνο αυτόν είναι η ανυποχώρητη εμμονή στην απαίτηση πλήρους και εμπεριστατωμένης θεμελίωσης των δικαστικών αποφάσεων» (Παύλος Σούρλας, «Δίκαιο και Δικανική κρίση», 2017, σελ. 264-270). Η άσκηση «κριτικής» χωρίς γνώση της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης συνιστά αντίφαση. Η «επίκριση», όμως, μιας απόφασης, γιατί δεν εφάρμοσε τον νόμο, χωρίς την ασφαλή γνώση του περιεχομένου της έννομης ρύθμισης είναι αυθαιρεσία.
6. Φαινόμενα κοινωνικών αντιδράσεων σε δικαστικές αποφάσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος είναι αναμενόμενα είτε ως «προϊόν μιας συγκεκριμένης συγκυρίας», είτε πρόκειται «για μια τυχαία ή κατασκευασμένη άλογη ηθική έξαψη» (Ν. Ανδρουλάκης, «Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι», σελ. 58-65). Ο βιασμός είναι πράξη που προσβάλλει τον πυρήνα της ανθρώπινης αξίας και ελευθερίας, γι’ αυτό τιμωρείται αυστηρά και η δημοσιοποίησή του προκαλεί εύλογα κοινωνική εξανάσταση. Η βαρύτητα, όμως, ενός εγκλήματος δεν είναι επαρκής, ηθικά και δικαιοπολιτικά, λόγος για να αποστερείται ο κατηγορούμενος, εξαιτίας της, από τις εγγυήσεις του νόμου κατά την εκδίκαση της εις βάρος του κατηγορίας. Εφόσον ο σκοπός της δίκης είναι ακριβώς η ανεύρεση της αλήθειας, η διαδικασία οφείλει να είναι προσανατολισμένη όχι μόνο στην προστασία της κοινωνίας με την καταστολή του εγκλήματος, αλλά και του «εκάστοτε» κατηγορουμένου στον οποίο πρέπει να εξασφαλίζονται τα μέσα υπεράσπιστης (Ν. Ανδρουλάκης, «Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης», 2007, παρ. 39-47, σελ. 26-31).
7. Η αντίληψη της «λαϊκής δικαιοσύνης» εκφράζει το «συλλογικό πάθος της εκδίκησης», που δικαιολογούσε και τον δημόσιο λιθοβολισμό του/της ενόχου. Ο Μισέλ Φουκώ παρατήρησε ότι «είναι αδύνατο να υπάρξει αντι-δικαιοσύνη» απέναντι «στο δικαστικό σύστημα, όπως λειτουργεί, σαν μηχανισμός του κράτους». Η ιδέα μιας λαϊκής αντι-δικαιοσύνης «αποτελεί αντίφαση, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα» («Για τη λαϊκή δικαιοσύνη και τα δικαστήρια», σελ. 76). Οσο για τα «αντι-δικαστήρια» των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων και τις θεαματικές αντι-αποφάσεις ή «αξιώσεις» που προβάλλονται μ’ αυτά απαιτείται δημοκρατική αυτοσυνειδησία: Ας μην ξεχνούμε, ότι στη Γερμανία κατά τη ναζιστική περίοδο προβλέφθηκε νόμος σύμφωνα με τον οποίον επιτρεπόταν η τιμωρία και πράξεων που είναι αξιόποινες όχι διότι τις προβλέπει ο νόμος, αλλά διότι η τιμωρία τους επιβάλλεται «κατά το υγιές συναίσθημα του λαού».
Το κείμενο αυτό βασίζεται σε ερανίσματα από τη διδασκαλία σπουδαίων θεωρητικών του δικαίου, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η δημοκρατική, φιλελεύθερη και ανθρωπιστική αντίληψη των προβλημάτων συνολικά της έννομης τάξης και ειδικά του Ποινικού Δικαίου, ως «έσχατου οχυρού» της. Η σύγχρονη προσωποκρατική θεωρία για τα θεμελιώδη δικαιώματα θεωρεί ότι το δίκαιο και η πολιτικά οργανωμένη κοινωνία υπάρχουν χάριν της αξίας του ανθρώπου, ως έλλογου και κοινωνικά συνειδητού όντος, ως ελεύθερου και υπεύθυνου πολίτη. Οποιος προσβάλλει την ελευθερία και τα δικαιώματα του άλλου αναδέχεται την ευθύνη για την άδικη πράξη του. Ο υπογράφων περιορίστηκε στην επιλογή και παρουσίαση των απόψεων αυτών με τη θεωρητική και ιδίως εμπειρικά διαπιστωμένη βεβαιότητα ότι μια εσφαλμένη δικαστική απόφαση αποτελεί αστόχημα του δικαίου, το οποίο μπορεί να διορθωθεί με τους διαδικαστικούς θεσμούς απονομής της Δικαιοσύνης. Αντίθετα, μια ριζική αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στο όνομα της πλειοψηφίας ή του αόριστου «αισθήματος περί δικαίου» πλήττει την εμπιστοσύνη μας σ’ αυτήν και κατ’ ακολουθία στην εκπλήρωση της λειτουργίας της χάριν του κοινού συμφέροντος και ιδίως των πιο αδύνατων μελών της κοινωνίας, που αναθέτει στα δικαστήρια την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων τους.
Ο κ. Χριστόφορος Αργυρόπουλος είναι δικηγόρος Αθηνών.