Ηπανδημία του COVID-19 είναι αναμφισβήτητα η πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση του 21ου αιώνα. Οι μοναδικοί σύγχρονοι παραλληλισμοί προς την οικονομική διαταραχή την οποία πυροδότησε ένα μικροσκοπικό παθογόνο είναι οι παγκόσμιοι πόλεμοι του περασμένου αιώνα.
Η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, όχι μόνο έβαλε τέλος σε μια μακρά περίοδο ειρήνης αλλά και ανέκοψε την προηγούμενη εποχή οικονομικής ολοκλήρωσης και παγκοσμιοποίησης. Ενώ οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο ακολουθούσαν νέες ατζέντες προστατευτισμού, η οικονομική ανάπτυξη κατέρρευσε παντού. Μία γενιά αργότερα, ακολούθησε ένας ακόμα παγκόσμιος πόλεμος και σχεδόν αμέσως μετά ξεκίνησε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Ο κόσμος και η παγκόσμια πολιτική ήταν πολύ διαφορετικοί στο τέλος αυτής της περιόδου συνεχούς σύγκρουσης και επιθετικής πολιτικής, από το 1914 ως το 1989, απ’ όσο στην αρχή της. Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Βρετανική Αυτοκρατορία ήταν η κυρίαρχη οικονομική και στρατιωτική δύναμη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παραγκωνίστηκε από τις ΗΠΑ, η ηγεμονική θέση των οποίων ενισχύθηκε περισσότερο μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης.
Το ερώτημα είναι λοιπόν πώς θα αλλάξει η κατανομή της παγκόσμιας ισχύος ως αποτέλεσμα της κρίσης του COVID-19. Αναμένουμε να δούμε αν οι επιπτώσεις της πανδημίας θα είναι παρόμοιες με εκείνες κάποιου από τους δύο πολέμους. Προφανώς, μια παγκόσμια οικονομική κρίση αυτού του μεγέθους θα φέρει σοβαρές γεωπολιτικές δονήσεις. Η Αμερική, η απερχόμενη υπερδύναμη, ενδεχομένως θα αγκιστρωθεί στη θέση της στην κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας. Αλλά τα περισσότερα σημάδια δείχνουν ότι η Κίνα, η αναδυόμενη υπερδύναμη, θα επικρατήσει εγκαινιάζοντας τον αιώνα της Ανατολικής Ασίας.
Ο κινεζοαμερικανικός ανταγωνισμός όδευε στο να γίνει η καθοριστική ηγεμονική σύγκρουση πολύ πριν από την κρίση του COVID-19. Ωστόσο η πανδημία, μαζί με την προεκλογική πολιτική στις ΗΠΑ, φαίνεται ότι ενισχύει και επιταχύνει την αντιπαράθεση. Για τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τα πάντα «παίζονται» στις εκλογές του Νοεμβρίου. Εχοντας διαχειριστεί άσχημα την πανδημία και ηγηθεί μιας άνευ προηγουμένου εγχώριας οικονομικής κρίσης, χρειάζεται έναν αποδιοπομπαίο τράγο και η Κίνα είναι η προφανής επιλογή.
Αλλωστε, ενώ οι περισσότερες πολιτικές του Τραμπ γενικώς διχάζουν την αμερικανική κοινωνία, η πολιτική του απέναντι στην Κίνα αποτελεί μεγάλη εξαίρεση. Αν αρχίσει να επιτίθεται στην Κίνα, θα έχει ευρεία υποστήριξη και από τα δύο κόμματα. Η αμερικανική στάση προς την Κίνα άλλαξε σημαντικά προς το χειρότερο, ακόμα και βαθιά μέσα στις τάξεις των φιλελεύθερων Δημοκρατικών.
Πολλές αμερικανικές αντιρρήσεις δύσκολα αντικρούονται. Η Λαϊκή Δημοκρατία είναι όντως ένα αυταρχικό – ακόμα και ολοκληρωτικό – κράτος υπό τον αποκλειστικό έλεγχο ενός λενινιστικού κόμματος. Εχει επιδοθεί σε οικονομική και τεχνολογική κατασκοπία εναντίον των ΗΠΑ σε τεράστια κλίμακα, έχει καταφύγει σε άδικες εμπορικές πρακτικές και έχει προβάλει βίαια εδαφικές αξιώσεις απέναντι στην Ινδία, στην Ταϊβάν και στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Από την καταδίωξη εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων στο Σιντζιάνγκ και την πρόσφατη κίνησή της να εδραιώσει τον έλεγχό της στο Χονγκ Κονγκ ως την αρχική κακοδιαχείριση της πανδημίας COVID-19, στην Ουχάν, η κυβέρνηση της Κίνας έχει κάνει ελάχιστα που να εμπνέουν εμπιστοσύνη.
Παρ’ όλα αυτά, οι επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ να αποκηρύξει τον ρόλο της παγκόσμιας ηγεσίας εγείρουν ένα ουσιώδες ερώτημα: Τι θέλουν οι ΗΠΑ του Τραμπ; Να ηγούνται χωρίς να αναλαμβάνουν ευθύνη;
Αυτό είναι απίθανο να λειτουργήσει. Ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν κολλημένες σε βραχυχρόνιους στοχασμούς, η Κίνα καθιερώνεται ως μια εναλλακτική πηγή παγκόσμιας ηγεσίας και επενδύσεων, ακολουθώντας υπομονετικά μια μακροχρόνια στρατηγική για να εκμεταλλευθεί το γεωπολιτικό κενό που δημιούργησε η εσωστρεφής στροφή της Αμερικής.
Σε κάθε περίπτωση, το πλήγμα στη διεθνή εικόνα της Αμερικής, ιδίως μετά την παταγώδη αποτυχία της κυβέρνησης Τραμπ απέναντι στον COVID-19, δύσκολα θα αποκατασταθεί. Η πανδημία ενισχύει τη γενικότερη εντύπωση ότι οι ΗΠΑ είναι μια υπερδύναμη σε παρακμή, που σύντομα θα υποσκελιστεί από τη στρατηγικά επιτήδεια και οικονομικά δυναμική Κίνα. Η παλαιά ιστορία της ανόδου και της πτώσης των μεγάλων δυνάμεων γράφεται σήμερα από έναν ιό. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι το κεφάλαιο αυτό θα εξελιχθεί ειρηνικά.
Με φόντο τη σινοαμερικανική αντιπαράθεση, η Ευρώπη στέκεται άβολα ανάμεσα σε δύο αντίθετες γεωπολιτικές δυνάμεις – και παραμένει στο σκοτάδι για τις πραγματικές προθέσεις των ΗΠΑ προς την Κίνα. Οι ΗΠΑ επιθυμούν περιορισμό ή πλήρη αντιπαράθεση – ως και στρατιωτική σύγκρουση – για να μπλοκάρουν ή ακόμα και να αντιστρέψουν την άνοδο της Κίνας; Η δεύτερη στρατηγική, που παραπέμπει στην προσέγγιση της Κίνας από τη Δύση στα τέλη του 19ου αιώνα, θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.
Η εναλλακτική για τη Δύση είναι να επιδιώξει μακροχρόνιο περιορισμό στη βάση του στρατηγικού ανταγωνισμού. Η Ευρώπη θα έπρεπε να ακολουθήσει αυτή την επιλογή. Σε μια παγκόσμια τάξη με ηγέτη την Κίνα, η Ευρώπη, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο της ευρασιατικής ηπείρου, θα ήταν η χαμένη. Ως ολοκληρωτικό, μονοκομματικό κράτος, η Κίνα δεν μπορεί ποτέ να γίνει ένας αυθεντικός εταίρος της Ευρώπης με κανονιστικούς όρους. Ακόμα και ύστερα από τρία χρόνια Τραμπ, η σχέση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ παραμένει πολύ στενότερη από τη σχέση που θα ανέμενε ποτέ να έχει με την Κίνα.
Αλλά η Κίνα είναι ήδη υπερβολικά μεγάλη, υπερβολικά επιτυχημένη και υπερβολικά σημαντική για να την αγνοήσουμε. Τα στοιχεία απαιτούν συνεργασία. Το κλειδί είναι να διαχωρίσουμε ανάμεσα στη στρατηγική σύμπλεξη με την Κίνα και την υποταγή σε αυτήν. Και για να διατηρήσουμε αυτόν τον κρίσιμο διαχωρισμό, η Ευρώπη πρέπει να αποφύγει να γίνει οικονομικά ή τεχνολογικά εξαρτημένη από τον ανταγωνιστή της Δύσης.
Ο κ. Joschka Fischer ήταν υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας από το 1998 ως το 2005, καθώς και ηγέτης του γερμανικού Πράσινου Κόμματος επί μία εικοσαετία.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος