Από την απώτερη αρχαιότητα έως σήμερα τα οικονομικά είχαν ως κύριο στόχο να εξηγήσουν πώς καθορίζονται οι συναλλακτικές δραστηριότητες και πώς μπορούν οι αρχές να τις επηρεάσουν για να προάγουν τα εκάστοτε συμφέροντα που εξυπηρετούσαν – το γενικό καλό ή επιμέρους ομάδες. Στην εξέλιξή τους τα οικονομικά διαφοροποιήθηκαν ως προς δύο άξονες: καταρχήν όσον αφορά το βάθος και την αξιοπιστία τους μπορεί κανείς να δει ότι ξεκίνησαν ως επιτακτικά δόγματα των κυρίαρχων ομάδων για τις υποχρεώσεις των υπηκόων τους και επιβλήθηκαν είτε μέσω της θρησκείας (π.χ., Δέκα Εντολές, Επιστολές Παύλου, μουσουλμανισμός, κ.λπ.) είτε με τις πρώτες προσεγγίσεις στην αρχαία Ελλάδα (Ησίοδος, Ξενοφών και κυρίως Αριστοτέλης). Σταδιακά, όμως, και με ιδιαίτερη ορμή μετά τον 18ο αιώνα άλλαξαν δραστικά. Εμπλουτίστηκαν με φιλοσοφική ενόραση, απέκτησαν ιδεολογικό πρόσημο, υιοθέτησαν νέες μεθοδολογίες και βασίζονται σε στατιστικά στοιχεία, καταφέρνοντας έτσι να μετασχηματιστούν σε έναν από τους πιο διεισδυτικούς επιστημονικούς κλάδους τόσο για να εξηγήσει όσο και να βελτιώσει κάποιος τα πολύπλοκα φαινόμενα της σύγχρονης εποχής και να προάγει την ευημερία.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν ούτε μονοδιάστατη στη στόχευση της ευημερίας ούτε μονολιθική στην επιλογή προτάσεων με τις οποίες θα πετύχαινε. Βασική διαφορά των εναλλακτικών προσεγγίσεων είναι ο μηχανισμός που φέρνει την επιδιωκόμενη ευημερία: αρκετοί θεωρούν ότι αρκεί κάθε άτομο να προσπαθεί για τον εαυτό του και έτσι όλοι μαζί θα βρεθούν κάποτε σε καλύτερη κατάσταση. Αλλοι ότι μόνο ένα αποφασισμένο κόμμα μπορεί να εκπονήσει και να εφαρμόσει ένα σχέδιο που διασφαλίζει τα συμφέροντα των πιο αδικημένων ομάδων της κοινωνίας, ενώ κάποιοι τρίτοι προτείνουν ότι χρειάζεται μία δραστική παρέμβαση του κράτους για να αποτρέψει τις βέβαιες αποτυχίες και των δύο. Εύκολα αναγνωρίζει κανείς στην πρώτη περίπτωση τη συνηγορία της ασυγκράτητης κυριαρχίας των αγορών από τους νεοφιλελεύθερους και στη δεύτερη την κομμουνιστική ιδεολογία για οργάνωση και πειθάρχηση της κοινωνίας.
Για να επιτευχθεί μια βελτίωση της ευημερίας των ανθρώπων με έναν ηθικό και βιώσιμο τρόπο, τα οικονομικά πρέπει να έχουν την ικανότητα να κατανοούν τους μηχανισμούς που την εμποδίζουν, το θάρρος να τους κατονομάζουν και την ετοιμότητα να εφαρμόζουν τις κατάλληλες συνταγές για να τους αντιμετωπίζουν εγκαίρως
Οταν φάνηκαν οι μεγάλες αποτυχίες που αμφότερες οι προσεγγίσεις οδήγησαν κατά τον 20ό αιώνα – από την καπιταλιστική κρίση του 1930 μέχρι τις λιμοκτονίες και τη στασιμότητα στις σοβιετικές οικονομίες – άρχισε να διαμορφώνεται η σοσιαλδημοκρατία ως ένα νέο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής που απαιτεί μεν τον ενεργό ρόλο του κράτους, χωρίς όμως ούτε να θεοποιεί τη χρησιμότητα των αγορών ούτε να καταδιώκει τη λειτουργία τους. Η μεταπολεμική επικράτηση των δυνάμεων που σχεδίασαν και υιοθέτησαν παρόμοιες θέσεις για την ευημερία των πολλών διαμόρφωσε πρωτόγνωρες συνθήκες ανάπτυξης και κοινωνικής ασφάλειας στις ευρωπαϊκές και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία έως την Αυστραλία και τις σκανδιναβικές χώρες, για πολλές δεκαετίες. Το κλειδί της επιτυχίας ήταν η μαζική απασχόληση και η άνοδος της παραγωγικότητας που σταδιακά διαμόρφωσαν μια νέα κατάσταση για τους μισθωτούς με αυξανόμενο εισόδημα, στέγη και κοινωνική ασφάλεια.
Δεν ήταν όμως ούτε γραμμική ούτε μόνιμη η επικράτηση της σοσιαλδημοκρατίας. Οταν οι οικονομικές προοπτικές σκοτείνιαζαν, οι κυβερνήσεις κατέφευγαν σε έναν βαθύ κρατισμό ο οποίος αποδεικνυόταν ανίκανος να διασφαλίσει την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων και τις οδηγούσε σε χρεοκοπία και κατάρρευση. Αλλες φορές, βλέποντας τη δυναμική της ελεύθερης και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, εγκατέλειπαν κάθε έννοια σωφροσύνης και κανόνων και σύντομα ερχόταν πάνω τους νέα αδιέξοδα και μία κρίση που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με τα εργαλεία που άκριτα υιοθέτησαν. Είτε όμως δεν ήταν ευέλικτες είτε δεν ήξεραν πώς να τα αλλάξουν εγκαίρως με άλλες πολιτικές και έτσι κάθε μεγάλη κρίση έφερνε συχνά και πολιτική κατάρρευση, όπως βιώσαμε την τελευταία δεκαετία στην Ευρώπη και αλλού.
Με λίγα λόγια, η προαγωγή όσο και η καταβύθιση της ευημερίας σε μια κοινωνία οφείλονται τόσο στην προθυμία των κυβερνήσεων να υιοθετήσουν τις δέουσες πολιτικές στην πληρότητα αλλά και στην επάρκεια των οικονομικών γνώσεων της κάθε εποχής. Για να επιτευχθεί μια βελτίωση της ευημερίας των ανθρώπων με ένα ηθικό και βιώσιμο τρόπο, τα οικονομικά πρέπει να έχουν την ικανότητα να κατανοούν τους μηχανισμούς που την εμποδίζουν, το θάρρος να τους κατονομάζουν και την ετοιμότητα να εφαρμόζουν τις κατάλληλες συνταγές για να τους αντιμετωπίζουν εγκαίρως.
Ενα κορυφαίο παράδειγμα για να δούμε τι σημαίνουν αυτές οι απαιτήσεις στη σημερινή εποχή είναι οι εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες τον 21ο αιώνα και με ποια πολιτική θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν πιο αποτελεσματικά.
Το κύμα της παγκοσμιοποίησης που εμφανίστηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα δημιούργησε εντυπωσιακές ευκαιρίες οικονομικής ανάπτυξης σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου. Πλην όμως έγινε με τρόπο τόσο άνισο που οδήγησε στη δημιουργία ολιγάριθμων μεν αλλά υπερπλουσίων ομάδων σε αντίθεση με τη συγκριτική υποχώρηση της θέσης του μεγάλου αριθμού των πολιτών, αν και σημειώθηκε άνοδος του μέσου βιοτικού επιπέδου από τις άθλιες συνθήκες των παλαιότερων δεκαετιών. Κορυφαία παραδείγματα η Κίνα, η Ινδία και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Μία συνήθης ερμηνεία είναι η απουσία συστηματικών μηχανισμών κοινωνικής πολιτικής στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες που τους επιτρέπει το λεγόμενο «εργασιακό ντάμπινγκ», αλλά δυστυχώς παρόμοια φαινόμενα εμφανίστηκαν τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως για παράδειγμα η Γερμανία και η Βρετανία.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που ακολούθησε την παγκοσμιοποίηση θέρισε τη ρευστότητα και το εισόδημα των πιο ευάλωτων νοικοκυριών δημιουργώντας νέα κύματα φτωχοποίησης, ενώ η άνεση διάθεσης κεφαλαίων από τους πλουσιότερους τους επέτρεψε να αυξήσουν την περιουσία τους με τα ακίνητα και τις επιχειρήσεις που εκποιούσαν όσοι πιέζονταν. Ετσι αυξήθηκε και η εισοδηματική και η περιουσιακή ανισότητα. Τα οικονομικά υποδεικνύουν λύσεις μέσω της φορολογίας όχι μόνο των εισοδημάτων αλλά πλέον και της περιουσίας. Οπως επίσης τα οικονομικά προειδοποιούν ότι για να υλοποιηθεί μια τέτοια πολιτική χρειάζεται επιπλέον να κυνηγηθούν οι φορολογικοί παράδεισοι για να μην αποκρύπτονται τα κέρδη και οι περιουσίες, πράγμα όμως που ελάχιστες κυβερνήσεις είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν, μήπως και τυχόν δυσαρεστήσουν τους ανυπόμονους επενδυτές.
Μετά ήρθε η κρίση της πανδημίας, η οποία δικαιολογημένα μεν επέβαλε τον κατ’ οίκον περιορισμό, αλλά αυτός με τη σειρά του έκοψε την απασχόληση όσων δεν μπορούσαν να εργαστούν εξ αποστάσεως λόγω έλλειψης των σχετικών γνώσεων και δημιούργησε έτσι μία νέα γενιά ακόμα φτωχότερων μισθωτών. Οικονομικές συνταγές για να αρθεί η νέα αυτή ανισότητα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων προστασία της απειλούμενης απασχόλησης, εντατική εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες και δίκτυα πρόσβασης για όλους. Αυτά όμως μπορεί να τα κάνει σε σύντομο χρόνο μόνο μια συντονισμένη, καλά χρηματοδοτούμενη και συστηματική πολιτική που θα εκπορεύεται από το κράτος και δεν θα επαφίεται στον αυτοματισμό των αγορών γιατί θα αργήσουν και ίσως δεν γίνουν ποτέ, με τις ανισότητες να κορυφώνονται ανεξέλεγκτα.
Αλλά η δυναμική της ανισότητας δεν σταμάτησε ούτε τότε. Με το κύμα της ενεργειακής ακρίβειας που εμφανίστηκε φέτος πάλι τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά πλήττονται αναλογικά περισσότερο αφού ξοδεύουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για επιβίωση, ενώ την ίδια στιγμή το κόστος δανεισμού γίνεται απαγορευτικό για να αποκτήσουν στέγη ή να στήσουν μια νέα επιχείρηση. Αντίθετα, όσοι κατέχουν μεγάλη περιουσία έχουν άνετη πρόσβαση στην εγχώρια και διεθνή ρευστότητα και έτσι μπορούν πολύ πιο εύκολα να χρηματοδοτήσουν την απόκτηση ακόμα μεγαλύτερης περιουσίας, όπως μαρτυρούν οι αθρόες αγορές και εξαγορές που γίνονται το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα και άλλες χώρες. Ετσι, για άλλη μια φορά βλέπουμε να διευρύνεται το χάσμα κατεχόντων και μη-εχόντων και μόνο μια δραστική κρατική παρέμβαση θα μπορούσε να ανασχέσει.
Ενα πρόσφατο τέτοιο παράδειγμα είναι η απόφαση της κεντροαριστερής κυβέρνησης της Ισπανίας να επιβάλει πάγωμα των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια πριν εξελιχθούν σε βρόχο για τα νοικοκυριά και αναγκαστούν να τα ξεπουλάνε σε όσους μαζεύουν υπερκέρδη από την ενεργειακή κρίση. Αν τα πράγματα αφεθούν να εξελιχθούν μοιρολατρικά, αρκετές άλλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα γνωρίσουν όξυνση των ανισοτήτων και οι πολιτικές αντιμετώπισής της θα γίνονται όλο και δυσκολότερες. Ομως, δεν θα φταίει η έλλειψη οικονομικών γνώσεων για το δέον γενέσθαι αλλά η απροθυμία πολιτικής βούλησης για να εφαρμοστούν όσα μια στοιχειώδης γνώση των συνεπειών της έντονης ανισότητας θα υπαγόρευε ως επείγοντα.
Δεν είναι καθόλου σύμπτωση ότι σε όλες τις χώρες από την Ευρώπη ως τις ΗΠΑ και από την Αυστραλία ως τη Λατινική Αμερική ενισχύεται κάποιας μορφής σοσιαλδημοκρατία που επαγγέλλεται να δώσει ευκαιρίες εκπαίδευσης, απασχόλησης και ευημερίας στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας για να μετριάσει τις ανισότητες που απειλούν να την αποσυνθέσουν. Τα οικονομικά που αρμόζουν για την περίσταση είναι πάντα διαθέσιμα για όποιον θέλει να τα εφαρμόσει, αποφεύγοντας τις ακραίες εμμονές και τις πρόχειρες απομιμήσεις!
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.