Ησυμβατική σοφία, ιδιαίτερα στους φιλελεύθερους κύκλους, είναι ότι το τόξο της ιστορίας τείνει πάντοτε προς την ειρήνη, την ανεκτικότητα, την ισότητα, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Ομως, η πρόσφατη πολιτική βία – και κυρίως η επίθεση στο Καπιτώλιο στις Ηνωμένες Πολιτείες – κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πολύ υψηλότερο ποσοστό εγκληματικότητας από την Ιαπωνία. Ενώ ο πληθυσμός των ΗΠΑ είναι περίπου 2,6 φορές μεγαλύτερος, καταγράφηκαν εν τούτοις 17,2 φορές περισσότερες δολοφονίες το 2019 – 16.425 σε σύγκριση με 950. Κατ’ επέκταση, οι Ιάπωνες τείνουν να απολαμβάνουν μια αίσθηση ασφάλειας που αναμφίβολα συμβάλλει στην εθνική τους ευτυχία. Ετσι, στις 8 Ιουλίου 2022, όταν ο πρώην πρωθυπουργός Σίνζο Αμπε δολοφονήθηκε σε μια προεκλογική συγκέντρωση, η ιαπωνική κοινωνία κλονίστηκε.
Τέτοιου είδους βία και ανομία είναι ασύμβατες όχι μόνο με την Ιαπωνία, αλλά με κάθε υγιή δημοκρατία. Εμπίπτει όμως σε μια ευρύτερη τάση. Τον Ιανουάριο του 2021 οι πολίτες των ΗΠΑ έγιναν μάρτυρες της δικής τους συγκλονιστικής πράξης πολιτικής βίας, όταν υποστηρικτές του τότε προέδρου Ντόναλντ Τραμπ – με την προτροπή του ίδιου – εισέβαλαν στο Καπιτώλιο, σε μια προσπάθεια να διαταράξουν την επικύρωση της εκλογικής νίκης του Τζο Μπάιντεν τον προηγούμενο Νοέμβριο. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο κατάφωρη επίθεση στη δημοκρατία των ΗΠΑ.
Μπορεί κανείς να μπει στον πειρασμό να θεωρήσει τις ταραχές του Καπιτωλίου μια ριζοσπαστική πράξη μιας σχετικά μικρής ομάδας εξτρεμιστών – μερικών χιλιάδων μόνο σε έναν πληθυσμό 300 εκατομμυρίων. Θα ήταν ακόμη πιο εύκολο να υποβαθμιστεί η δολοφονία του Αμπε. Αλλωστε, διαπράχθηκε από έναν μόνο ένοπλο, με ένα πολύ προσωπικό κίνητρο: κατηγόρησε τον Αμπε, ο οποίος είχε δεσμούς με την Εκκλησία της Ενοποίησης, για την οικονομική καταστροφή της μητέρας του. Η μητέρα του ήταν πιστό μέλος της Εκκλησίας και έκανε δωρεές σε αυτήν – δωρεές που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ήταν αναγκαστικές – μέχρι που η οικογένεια χρεοκόπησε.
Αλλά τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ιαπωνία οι δράστες έχουν βρει υποστηρικτές. Οι αντάρτες του Καπιτωλίου των ΗΠΑ έχουν τη συμπάθεια σημαντικού μέρους των Ρεπουμπλικανών – ακόμη και υποψηφίων στις πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές – οι οποίοι πιστεύουν στο «Μεγάλο Ψέμα»: ότι οι Δημοκρατικοί «έκλεψαν» τις εκλογές του 2020 από τον Τραμπ. Το άλμα από την πεποίθηση αυτή ως την επικρότηση εκείνων που αποσκοπούν στη «διόρθωση» ενός λάθους που παραμένει προϊόν της φαντασίας τους δεν είναι μεγάλο.
Ορισμένες αμερικανικές πολιτισμικές πεποιθήσεις μπορούν επίσης να τροφοδοτήσουν τη βία. Η Δεύτερη Τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος εγγυάται «το δικαίωμα του λαού να κρατά και να φέρει όπλα», επειδή μια «καλά οργανωμένη πολιτοφυλακή» είναι «απαραίτητη για την ασφάλεια ενός ελεύθερου κράτους». Ετσι έχει καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι το να παίρνεις τα όπλα εναντίον της κυβέρνησης είναι απολύτως λογικό. Το ειρωνικό αποτέλεσμα είναι η επίθεση στην «ασφάλεια ενός ελεύθερου κράτους».
Στην Ιαπωνία υπήρξε επίσης συμπάθεια για τον Τετσούα Γιαμαγκάμι, τον δολοφόνο του Αμπε. Η οικογένεια του Γιαμαγκάμι είχε, πράγματι, υποφέρει πολύ και κανείς δεν θα πρέπει ποτέ να εξαναγκάζεται σε δωρεές. Υπάρχει ωστόσο και εδώ ένας πολιτισμικός δεσμός: ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του θεάτρου Καμπούκι, το «Chūshingura», αφηγείται την ιστορία 47 σαμουράι που θέλουν να πάρουν εκδίκηση από τον άνθρωπο που είχε οδηγήσει τον κύριό τους στην αυτοκτονία. Οι σαμουράι εκτελέστηκαν, αλλά παρουσιάζονται ως οι ήρωες της ιστορίας.
Σίγουρα η πράξη του Γιαμαγκάμι θα κριθεί δίκαια και αυστηρά σύμφωνα με την ιαπωνική νομοθεσία. Και στις ΗΠΑ οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές έδειξαν ότι η ισχύς του Τραμπ και του «Μεγάλου Ψεύδους» του έχει αποδυναμωθεί σημαντικά, καθώς οι υποψήφιοι που υποστηρίζονταν από τον πρώην πρόεδρο είχαν πολύ χειρότερες επιδόσεις από ό,τι αναμενόταν. Ως αποτέλεσμα, αν και οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν μια οριακή πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, είχαν τη χειρότερη επίδοση στις ενδιάμεσες εκλογές για κόμμα που δεν είχε τον έλεγχο του Λευκού Οίκου εδώ και μια γενιά. Η αμερικανική δημοκρατία ζει ακόμα.
Αλλά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ σώθηκαν για την ώρα δεν σημαίνει ότι η απειλή για τη δημοκρατία έχει παρέλθει. Ο Τραμπ σχεδιάζει την προεδρική του υποψηφιότητα για το 2024, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι, αν κερδίσει ξανά το μομέντουμ, το υπόλοιπο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν θα στοιχηθεί πίσω του. Αν και η Επιτροπή του Κογκρέσου η οποία ήταν επιφορτισμένη με τη διερεύνηση των ταραχών στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 συνέστησε να αποκλειστεί ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του από την ανάδειξη σε πολιτικά αξιώματα, η αντίσταση των Ρεπουμπλικανών σημαίνει ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανο. Οι πράξεις βίας, όπως έμαθαν από πρώτο χέρι ΗΠΑ και Ιαπωνία, μπορούν να διαμορφώσουν αποφασιστικά την πολιτική. Για να επιβιώσουν οι δημοκρατίες μας, όμως, τέτοιες πράξεις δεν πρέπει να αφεθούν να επιτύχουν τους σκοπούς των εμπνευστών τους.
Ο κ. Κοΐτσι Χαμάντα είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Γέιλ, πρώην ειδικός σύμβουλος του Σίνζο Αμπε.