Τι είναι οι Νεοελληνικές Σπουδές; Το ερώτημα θέτουν οι υποψήφιοι φοιτητές, οι ακαδημαϊκοί φορείς που χρηματοδοτούν τις θέσεις εργασίας, αλλά και οι συνάδελφοι που καλλιεργούν συναφή αντικείμενα και μοιράζονται συχνά κοινούς προϋπολογισμούς: οι φιλόλογοι άλλων γλωσσών και οι γλωσσολόγοι, οι κλασικοί φιλόλογοι και οι βυζαντινολόγοι, οι ιστορικοί, οι ανθρωπολόγοι και οι πολιτικοί επιστήμονες. Καθώς οι Νεοελληνικές Σπουδές έξω από την Ελλάδα και την Κύπρο καλλιεργούνται από μικρές ομάδες, το περιεχόμενό τους προσαρμόζεται στα δεδομένα του πανεπιστημίου στο οποίο ανήκουν και στα ειδικά ερευνητικά και διδακτικά ενδιαφέροντα των ανθρώπων που υπηρετούν σε κάθε τμήμα.
Οσα λοιπόν τμήματα και προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών υπάρχουν, τόσοι περίπου είναι και οι ορισμοί του αντικειμένου και αντίστοιχα ποικίλλουν μεθοδολογικά. Αυτή η προσαρμοστικότητα και ευελιξία έχει πλεονεκτήματα στο επίπεδο της διεπιστημονικής συνεργασίας στην έρευνα και τη διδασκαλία, γίνεται όμως και τροχοπέδη λόγω των διαφορετικών αναγκών που παρουσιάζει το αντικείμενο σε κάθε χώρα, καμιά φορά και σε κάθε πανεπιστήμιο και που δυσκολεύει τη διατύπωση κοινών στρατηγικών.
Το Πανεπιστήμιο της Βιέννης ιδρύθηκε το 1365, έχει σήμερα 20 σχολές, 187 γερμανόφωνα και αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών και περίπου 85.000 φοιτητές. Μαθήματα νέας ελληνικής γλώσσας, φιλολογίας και ιστορίας της ελληνικής γλώσσας καθώς και νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας άρχισαν να διδάσκονται σε διάφορα τμήματα περίπου από τα μέσα του 19ου αιώνα στα τμήματα Ιστορίας, Σλαβικών Σπουδών, Γλωσσολογίας, Κλασικής Φιλολογίας και Σπουδών Μετάφρασης και Διερμηνείας. Ενδεικτικά αναφέρω από τους λέκτορες της Νέας Ελληνικής που δίδασκαν και μετάφραση και λογοτεχνία από το τέλος του 19ου αιώνα και εξής τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, τον Ευγένιο Ζωμαρίδη, τον Κλεάνθη Νικολαΐδη και τον Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη, ενώ ο φιλόλογος και γλωσσολόγος Πάουλ Κρέτσμερ δίδασκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα την Εισαγωγή στη Μεσαιωνική και Νεότερη Ελληνική Γραμματεία και ο ιστορικός Καρλ Πατς κάλυπτε την Ιστορία της Βαλκανικής κατά την Οθωμανική Περίοδο.
Το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών ιδρύθηκε το 1961 και συμπεριέλαβε από την αρχή στο πρόγραμμα σπουδών μαθήματα νεότερης ελληνικής γλώσσας, φιλολογίας και ιστορίας, τα οποία δίδασκε ήδη νωρίτερα και δίδαξε ως τη συνταξιοδότησή του το 1982 ο υφηγητής Βυζαντινολογίας Πολυχρόνης Ενεπεκίδης (1917-2014). Το 1983 το τμήμα απέκτησε έδρα Νεοελληνικών Σπουδών την οποία ανέλαβε ο ιστορικός Γκούναρ Χέρινγκ (1934-1994). Στα μόλις έντεκα χρόνια της παρουσίας του στη Βιέννη ο Χέρινγκ ανανέωσε ριζικά το πρόγραμμα σπουδών, ανέπτυξε διεπιστημονικά ερευνητικά προγράμματα σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών, την Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών και το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, καθιέρωσε ένα δραστήριο πρόγραμμα ανταλλαγών Erasmus και τη συνεργασία με ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ φρόντισε συστηματικά την ανάπτυξη της βιβλιοθήκης.
Το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βιέννης είναι ο μοναδικός φορέας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με αυτό το αντικείμενο στην Αυστρία και εντάσσεται από το 2004 στη Σχολή Ιστορικών Πολιτισμικών Σπουδών. Χορηγούνται πτυχία Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών και στους τρεις κύκλους σπουδών, δηλαδή Bachelor, Master και διδακτορικό. Το τμήμα έχει σήμερα τέσσερις μόνιμους διδάσκοντες, τρεις τακτικούς και έναν αναπληρωτή καθηγητή με τα εξής αντικείμενα: Βυζαντινές Σπουδές, Νεοελληνικές Σπουδές, Βοηθητικές Επιστήμες για τις Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές και πιο πρόσφατα Βυζαντινή Φιλοσοφία και Ιστορία των Ιδεών. Περιλαμβάνει επίσης στο δυναμικό του μία θέση επίκουρου καθηγητή Βυζαντινών και δύο θέσεις επίκουρων καθηγητών Νεοελληνικών Σπουδών καθώς και μία θέση λέκτορα για τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής. Το τμήμα διακρίνεται για τις εξαιρετικές του επιδόσεις στην έρευνα, εκδίδει επιστημονικές σειρές και περιοδικά, φιλοξενεί επισκέπτες ερευνητές και διδάσκοντες, οργανώνει τακτικά συνέδρια.
Το 2023 σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή και την Αυστριακή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών οργάνωσε το 7ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών. Θέσεις ορισμένου χρόνου για διδακτορικούς και μεταδιδακτορικούς νέους επιστήμονες χρηματοδοτούνται από ερευνητικά προγράμματα με εθνική και διεθνή χρηματοδότηση, ενώ χάρη στη δωρεά Τσίτερ-Κοντοπούλου χρηματοδοτούνται έως και 8 νέοι επιστήμονες ετησίως για ερευνητικές επισκέψεις σύντομης διάρκειας. Η βιβλιοθήκη του τμήματος περιλαμβάνει περί τους 50.000 τόμους και περί τις 200 σειρές περιοδικών καθώς και άλλες συλλογές και θεωρείται από τις καλύτερες και πιο ενημερωμένες βιβλιοθήκες Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών διεθνώς. Από το 2016 το τμήμα τιμά κάθε χρόνο ομιλητές και ομιλήτριες στα πλαίσια των ετήσιων διαλέξεων «Γκούναρ Χέρινγκ».
Οι εσωτερικές ανακατατάξεις του πανεπιστημιακού προϋπολογισμού επηρεάζονται μερικές φορές όχι μόνο από τις επιδόσεις των τμημάτων αλλά και από ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Ενδεικτικά αναφέρω τις Κορεατικές Σπουδές που κυρίως λόγω της ευρύτατης διάδοσης της κορεατικής ποπ κουλτούρας αλλά και του έντονου πολιτικού ενδιαφέροντος για τη περιοχή προσελκύουν τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον των φοιτητών, μένει να δούμε ποιο ρόλο θα παίξει η απoνομή του βραβείου Νομπέλ λογοτεχνίας 2024 στη Χαν Γκανγκ. Αντίστοιχα, μετά τη μεταπολίτευση και την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και μετά τα δύο βραβεία Νομπέλ λογοτεχνίας το 1963 και το 1979, αλλά και εξαιτίας των ριζικών αλλαγών στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης μετά το 1989, τα τμήματα και οι έδρες Νεοελληνικών Σπουδών και οι αριθμοί των φοιτητών είχαν αυξηθεί εντυπωσιακά στην Ευρώπη. Αρχισαν να μειώνονται από τις αρχές του 21ου αιώνα και όσο η Ελλάδα πλησιάζει σε κοινωνικές και δημογραφικές συμπεριφορές τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και καλλιεργείται η αντίληψη ότι τα ιστορικά και πολιτιστικά φαινόμενα που την αφορούν μπορούν να ενταχθούν σε μεγαλύτερα τμήματα γενικού ενδιαφέροντος, για παράδειγμα ιστορίας ή μοντέρνων γλωσσών.
Τα ζητήματα που απασχολούν το τμήμα μας σήμερα δεν διαφέρουν από αυτά που απασχολούν τις ανθρωπιστικές σπουδές σε όλο τον κόσμο. Η υποτίμηση της σημασίας του πανεπιστημίου ως χώρου παιδείας και η πίεση που ασκεί η αγορά εργασίας για την κάλυψη των άμεσων αναγκών της εκφράζεται σε αυξανόμενους αριθμούς φοιτητών που επιδιώκουν την ταυτόχρονη απόκτηση δύο και τριών πτυχίων ελπίζοντας σε βελτίωση των ευκαιριών για απασχόληση. Σε συνδυασμό με την αύξηση του ποσοστού των εργαζόμενων φοιτητών και φοιτητριών μειώνεται έτσι συστηματικά το ποσοστό υποχρεωτικής παρακολούθησης στα προγράμματα σπουδών. Οι συνθήκες κατά την περίοδο της πανδημίας ανάγκασαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση να αποδεχθεί χωρίς κατάλληλη προεργασία τη διδασκαλία από απόσταση, ενώ η μεγάλη επενδυτική στροφή προς τα ποικίλα προϊόντα που αποκαλούμε «τεχνητή νοημοσύνη» διευρύνει τη χρήση ψηφιακών εφαρμογών στη διδασκαλία (και βέβαια και στην έρευνα) χωρίς επαρκή και ουσιαστικό προβληματισμό σχετικά με τις επιπτώσεις όλων αυτών των καταλυτικών αλλαγών στη δομή των αντικειμένων μας, την έρευνά μας και τη σχέση μας με την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τη δια βίου μάθηση.
Τα τμήματα και προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών λειτουργούν συχνά και ως κέντρα πολιτισμού για ένα ευρύτερο κοινό. Κύρια επιδίωξή τους ωστόσο αποτελεί η σταθερή καλλιέργεια του επιστημονικού αντικειμένου σε υψηλό επίπεδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τρόπο που να το εντάσσει στα ευρύτερα ζητήματα που απασχολούν την ακαδημαϊκή κοινότητα διευκολύνοντας έτσι και την πρόσβαση στο δημόσιο χώρο. Θα ήταν επίσης ευχής έργο να αποτελέσει στόχο των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων η δημιουργία ευέλικτων προγραμμάτων για σύντομες ανταλλαγές 6 έως 8 εβδομάδων στα πλαίσια του προγράμματος Erasmus+ σε όλα τα επίπεδα σπουδών, καθώς οι φοιτητές δεν έχουν στην πλειοψηφία τους την οικονομική δυνατότητα να απομακρυνθούν από τα πανεπιστήμιά τους για περισσότερο χρόνο χάνοντας έτσι την ευκαιρία απόκτησης εμπειριών σε ποικίλα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Απαραίτητη είναι επίσης η συστηματική υποστήριξη της μετάφρασης έργων της σύγχρονης ελληνικής επιστημονικής βιβλιογραφίας στον χώρο της φιλολογίας και της ιστορίας (και όχι αποκλειστικά της λογοτεχνικής παραγωγής), ώστε η επικοινωνία με άλλα αντικείμενα και με τους φοιτητές να καθρεφτίζει τη σημαντική σύγχρονη επιστημονική παραγωγή στην ελληνική γλώσσα. Εάν θέλουμε τέλος οι Νεοελληνικές Σπουδές να είναι ένα αντικείμενο που επιδιώκει τη διεθνή παρουσία, θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι θα εξελίσσεται με ποικιλία μορφών και θα διδάσκεται με τρόπους που μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από τον κανόνα του αντικειμένου, όπως αυτός δομείται στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Η κυρία Μαρία Α. Στασινοπούλου κατέχει την Εδρα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βιέννης.