Η λατρεία της Μεγάλης Μητέρας χάνεται στα βάθη του χρόνου και μπορεί να την εντοπίσει κανείς σε πλήθος διαφορετικών πολιτισμών και τόπων. Και βέβαια αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει: σε όλες τις «φυσικές» θρησκείες προεξάρχει το δέος προς τον κύκλο της βλάστησης και της φθοράς και προς τη γενεσιουργό δύναμη της φύσης που εικονοποιείται ως Μητέρα του Παντός.
Ιδιαιτέρως στον μεσογειακό χώρο είναι αξιοσημείωτα ο πλούτος και η ποικιλία των Μεγάλων Μητέρων, από την Ινάνα και την Αστάρτη έως την Κυβέλη και την Ισιδα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν θα πρέπει να ιδωθεί και η Μαρία, ως μία από τις εκδοχές της Μεγάλης Μητέρας.
Μάλιστα, η θαυματουργή σύλληψη με τη μεσολάβηση του κρίνου δεν μπορεί παρά να μας φέρνει στον νου άλλες θαυμαστές συλλήψεις της ελληνικής μυθολογίας, εκεί όπου το θείο σπέρμα ή ο ίδιος ο θεός παίρνει τη μορφή διαφόρων φυσικών στοιχείων ή ζώων: η χρυσή βροχή γονιμοποιεί τη Δανάη, ο κύκνος τη Λήδα, ο ταύρος την Ευρώπη.
Ομως, από τα πρώτα χρόνια της επικράτησης του χριστιανισμού και κατά τη διαμόρφωση του δόγματος γίνεται μια συστηματική προσπάθεια να αποκοπεί η Μαρία από τη «γραμμή» αυτή των λατρειών της Μεγάλης Μητέρας και να τεθεί στο νέο πλαίσιο της μονοθεϊστικής θρησκείας, όπου στο επίκεντρο πλέον βρίσκεται ο άνδρας-θεάνθρωπος. Η μορφή της Μαρίας παγιώνεται στην εικονογραφία και στη λατρευτική ποίηση, έχοντας συγκεκριμένα πλέον χαρακτηριστικά, τα οποία μέχρι ενός σημείου μόνο μπορούν να «διαταράξουν» οι φωτισμένοι καλλιτέχνες και υμνουργοί.
Από τον ύστερο Μεσαίωνα πάντως φαίνεται πως κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει στη Δύση: η Μαρία έρχεται στο προσκήνιο με έναν καινοφανή τρόπο. Τολμηρές μυστικίστριες (μοναχές ή μη) βιώνουν την παρουσία της με έναν προσωπικό τρόπο, αναπτύσσοντας μαζί της μια σχέση που παραπέμπει στον αρχέγονο δεσμό μεταξύ ιερειών και Μεγάλων Μητέρων του αρχαίου κόσμου.
Μέσα στα σχεδόν «βέβηλα» κείμενα των μυστικιστριών του 12ου, του 13ου και του 14ου αι., όπως της Αικατερίνης της Σιένα, της Αντζελα ντα Φολίνιο ή της Ιουλιανής του Νόριτς (η οποία τολμά να δηλώσει πως ο θεός είναι «η αγαπημένη μας Μητέρα»!), συναντάμε από τη μία την εικόνα του Ιησού-ερωμένου και την εκστατική ένωση μαζί του, από την άλλη τη Μαρία ως παντοδύναμη Μητέρα-Φύση-Γυναίκα.
Αυτή η νέα τόλμη των κειμένων των μεσαιωνικών γυναικών θα πρέπει να ιδωθεί μέσα στη γενικότερη αλλαγή εκείνων των χρόνων σε σχέση με τη θέαση του θηλυκού στοιχείου στον κόσμο: η αγαπημένη γυναίκα υμνείται από τους τροβαδούρους, αποτελεί μια επί γης θεά, μια νέα ενσάρκωση της Παναγίας, η οποία είναι άξια της απόλυτης αφοσίωσης από μέρους του ερωτευμένου ποιητή/ιππότη, που οφείλει να την προστατεύσει με την ίδια του τη ζωή.
Ετσι, εν συντομία, δημιουργείται λίγο-λίγο το υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομείται η μεγάλη αλλαγή της Αναγέννησης. Γιατί τότε συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο: οι καλλιτέχνες μέσα στο νέο κοσμοείδωλο που φέρνει στο προσκήνιο τη μοναδικότητα του ατόμου, και μάλιστα της γυναίκας, της κάθε γυναίκας, δημιουργούν Μαντόνες που δεν υποτάσσονται πλέον σε παγιωμένες παραδόσεις, αλλά προτάσσουν τη μοναδικότητά τους και την ποικιλία της γυναικείας ομορφιάς με τον τρόπο που οι καλλιτέχνες τη βλέπουν να αναδύεται σε κάθε επίγεια γυναίκα.
Μαντόνες άλλοτε εσωστρεφείς και στοχαστικές, άλλοτε εύθυμες και παιχνιδιάρες, άλλοτε με μια δόση αισθησιασμού και με έναν υπαινιγμό ερωτισμού. Την ίδια στιγμή οι ποιήτριες της Αναγέννησης, από την Γκασπάρα Στάμπα και τη Λάουρα Μπατιφέρα έως τη Λουίζ Λαμπέ, ταυτίζονται ή συνομιλούν τολμηρά με ένα πλήθος θεαινών: τη Μαρία, την Αρτεμη, την Αφροδίτη, τη θεά Τύχη κ.ά., βλέποντάς τες όλες ενωμένες, όλες σαν όψεις του ενός αιώνιου Θήλεος.
Αλλωστε, στην Αναγέννηση εκείνο που με πάθος επιζητείται είναι η prisca sapientia, η αρχαία γνώση, που προκύπτει από τη συνένωση όλων των παραδόσεων, μακριά από κλειστά δογματικά στεγανά: από τις παγανιστικές παραδόσεις έως τα χριστιανικά αρχέτυπα και από τις νεοπλατωνικές ιεραρχίες δυνάμεων έως την εβραϊκή καμπαλά.
Και έτσι η Μαρία, ως ένα από τα πρόσωπα της Γυναίκας, γίνεται μια ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό που συνθέτουν με επιμονή και μέσα σε κινδύνους τα φωτισμένα πνεύματα της Ευρώπης.
Η κυρία Αννα Γρίβα είναι συγγραφέας και ιστορικός της Λογοτεχνίας.