Υπάρχουν αρκετοί λόγοι οι οποίοι υπόρρητα μας αποθαρρύνουν από την ενασχόληση με τις πληθυσμιακές ροές προς την ελληνική επικράτεια όπως αυτή κάθε φορά διαμορφωνόταν από το 1830. Πέρα από την εμβληματική εισροή των πληθυσμών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία/Τουρκία, σχεδόν όλες οι άλλες, ακόμη και αν οι πληθυσμοί που κατέφθασαν στη χώρα είχαν υποστεί βία και ήταν θύματα ωμοτήτων, όπως για παράδειγμα στη Βουλγαρία, είναι μάλλον άγνωστες. Αν εξαιρεθούν οι πρόσφυγες του 1922, η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία ελάχιστα ασχολήθηκε με τις παλαιές μεταναστευτικές ή προσφυγικές ροές προς την Ελλάδα.
Αυτό σχετίζεται με το ότι η ιστορική έρευνα πολλές φορές ακολουθούσε τα ερωτήματα που έθετε η δημόσια ιστορία, ή δεν ήθελε να διαχειριστεί «δύσκολα» ζητήματα όπως αυτό των αρμένιων προσφύγων. Αλλωστε, ο όρος μετανάστευση αποκτούσε στην καθομιλουμένη, και εν μέρει ακόμη έχει, διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που έχει στην επιστημονική θεώρηση. Ετσι, απέκλειε από την εξέταση ομάδες με υψηλό κοινωνικό και οικονομικό προφίλ, όπως ήταν οι βαυαροί και άλλοι ευρωπαίοι στρατιωτικοί, δικαστικοί και επιστήμονες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την οθωνική περίοδο, όσο και πληθυσμούς που θεωρούνταν ομογενείς. Κατά την άποψή μας όμως υπάρχει μία ακόμη, σε κάποιες περιπτώσεις σημαντικότερη, αιτία αυτής της ιστορικής «αμνησίας». Αλλωστε, οι σχετικές αποσιωπήσεις ή και αποκρύψεις μετακινήσεων ή ο υπερφωτισμός άλλων δεν συνιστούν ελληνική ιδιαιτερότητα.
Είναι προφανές ότι οι μετακινήσεις πληθυσμού προς την Ιταλία μέχρι και το 1947 από τη γενέτειρα του Γαριβάλδη, τη Νίκαια, περιοχή που θεωρούνταν αλύτρωτο ιταλικό έδαφος μέχρι και το 1943, αποσιωπούνται.
Το γερμανικό παράδειγμα νομίζω μας βοηθά ακόμα περισσότερο: μεταξύ 1944 και 1950 μετακινήθηκαν προς τη γερμανική επικράτεια περίπου 12 εκατομμύρια γερμανοί πολίτες και εθνοτικά Γερμανοί. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μία από τις σημαντικότερες πληθυσμιακές μετακινήσεις με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία κινείται αρκετά προσεκτικά, πόσω μάλλον η δημόσια διαχείριση και ανάδειξη του ζητήματος. Οποιαδήποτε, ακόμη και σε ακαδημαϊκό περιβάλλον, συζήτηση μπορεί να θεωρηθεί ότι εγείρει ζητήματα συνόρων και μειονοτήτων, απαιτεί δε την αναμέτρηση με το ναζιστικό παρελθόν. Πόσω μάλλον όταν πολλές από τις περιοχές που αποσπάστηκαν μετά τον Πόλεμο από τη Γερμανία, και από τις οποίες προέρχονταν πολλοί από τους πρόσφυγες, παρουσίαζαν τα υψηλότερα ποσοστά υπερψήφισης του ναζιστικού κόμματος το 1933.
Πώς όμως εξηγείται η «λήθη» τόσων εισροών στην Ελλάδα, όπως είναι για παράδειγμα η μεγάλη μετανάστευση από τις εκτός επικράτειας περιοχές στη Φθιώτιδα μετά το τέλος της Επανάστασης; Θα διακινδυνεύαμε την υπόθεση ότι η ξεχωριστή σημασία που έχει στην εθνική μας αφήγηση η έννοια της εντοπιότητας, της αυτοχθονίας, υπαγορεύει τη στάση αυτή τόσο σε επίπεδο κοινοτήτων όσο και σε αυτό της ιστορικής επιστήμης. Η κυρίαρχη θεώρηση είναι ότι στην ελληνική περίπτωση οι πληθυσμοί παραμένουν «καρφωμένοι», ακίνητοι στο ίδιο σημείο επί 2.500 χρόνια τουλάχιστον και ό,τι μεταβάλλει ή θέτει υπό αμφισβήτηση την παραδοχή αυτή δεν γίνεται αποδεκτό.
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι λόγοι, με μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία. Για παράδειγμα, η μετακίνηση δεκάδων χιλιάδων ελληνορθόδοξων Ρομά από την Τουρκία με την ανταλλαγή των πληθυσμών εξακολουθεί να παραμένει μια άγνωστη σελίδα της Ιστορίας, καθώς το ελληνικό κράτος προτίμησε να τους αγνοήσει και να μην τους συμπεριλάβει στη νομική κατηγορία των ανταλλαχθέντων, θεωρώντας τους αλλογενείς ακαθορίστου ιθαγενείας για πολλές δεκαετίες. Ή η είσοδος στην ελληνική επικράτεια ομογενών από την Αλβανία μετά τον Πόλεμο και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, την οποία οι κρατικές υπηρεσίες προτίμησαν να κρατήσουν μακριά από τη δημοσιότητα καθώς περιέπλεκαν ακόμα περισσότερο το εμπόλεμο καθεστώς που εξακολουθούσε – νομικά τουλάχιστον – να ισχύει με το αλβανικό κράτος καθώς και τις διεθνείς ισορροπίες.
Αλλά ακόμη και στις πιο γνωστές και μελετημένες μετακινήσεις, όπως είναι αυτή των προσφύγων που κατέφθασαν στην Ελλάδα από το 1914 έως το 1924 και υπήχθησαν στην ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, η ιστορική έρευνα έχει να συγκρουστεί με αυτό που ο Γιώργιος Μαυρογορδάτος αποκαλεί «αντίσταση των μύθων» για τους πρόσφυγες: για παράδειγμα, αποσιωπάται η βία που άσκησαν (και) οι πρόσφυγες στον ντόπιο πληθυσμό ή η βία μεταξύ διακριτών ομάδων προσφύγων, γιατί δύσκολα ενσωματώνεται σε μια αφήγηση που παρουσιάζει τον προσφυγικό πληθυσμό ως ομοιογενή, αποτελούμενο ως επί το πλείστον από ευκατάστατους και μορφωμένους αστούς που υπήρξαν αποκλειστικά και μόνο θύματα.
Το συνέδριο που διοργανώνει το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου επιχειρεί να διευρύνει τις γνώσεις μας για τις πληθυσμιακές εισροές στην ελληνική επικράτεια και να θέσει υπό αμφισβήτηση το θέσφατο ότι η Ελλάδα μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών μόλις τη δεκαετία του 1990. Η σημασία αυτής της συζήτησης, κατά τη γνώμη μας, δεν αφορά μόνο την καλύτερη γνώση του παρελθόντος, αλλά και την αναθεώρηση πολλών αντιλήψεων για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και το πώς διαμορφώθηκε. Αν αυτό ισχύει, τότε η συζήτηση μόλις ξεκινά.
Ο κ. Λάμπρος Μπαλτσιώτης είναι ειδικός γραμματέας Ιθαγένειας, ιστορικός, μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του συνεδρίου «Ελλάδα: τόπος υποδοχής πληθυσμών (1830-1989)»