Το ζήτημα της ηγεσίας στις σύγχρονες δημοκρατίες, της προέλευσης, της ποιότητας και των επιθυμητών ιδιοτήτων της είναι ένα πρόβλημα που τίθεται ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν διαφαίνεται η προοπτική της μαζικής δημοκρατίας. Θεωρητικά, αποτελεί συνέχεια του διαλόγου περί ηγεμόνα ο οποίος έχει τις ρίζες του ήδη στην αρχαιότητα. Τυπικά, λύνεται με τον σχηματισμό των κομμάτων ως τα μέσα του 19ου αιώνα: αντί των αρχικών θέσεων της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, οι οποίες απέρριπταν τις μερίδες ως διασπαστικές του ενωτικού πνεύματος (αν και είναι χαρακτηριστικό ότι δεν τις απέφυγαν εφόσον η διάκριση του πολιτικού φάσματος σε «αριστερά» και «δεξιά» κατάγεται από τη διάταξη της Συντακτικής Συνέλευσης του 1789), επικράτησε εν πολλοίς η επιλογή του αγγλικού συστήματος που θεσμοποίησε τον καταμερισμό σε κοινοβουλευτικές παρατάξεις.
Εκτοτε, σταδιακά, στη διάρκεια του 20ού αιώνα η πολιτική απέκτησε χαρακτήρα επαγγέλματος και ο επίδοξος ηγέτης αναδεικνυόταν μέσα από μια καριέρα που κατά κανόνα συνδύαζε τη διάκριση εντός των κομματικών οργάνων με την αποδοχή του εκλογικού σώματος – σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως σε εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, υπήρξε ένα άγραφο cursus honorum το οποίο προϋπέθετε την άσκηση κατώτερων πολιτειακών ή ομοσπονδιακών αξιωμάτων προτού ο υποψήφιος επιζητήσει το χρίσμα για τη διεκδίκηση των ανώτερων. Ωστόσο, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν η χαλάρωση της κομματικής στράτευσης, η αύξηση της εκλογικής αποχής και ο εικοσιτετράωρος ειδησεογραφικός κύκλος μετέβαλαν τους όρους του παιχνιδιού, κατέστη συχνότερη η εισπήδηση στην πολιτική κονίστρα επίδοξων ηγετών από άλλους χώρους. Αν στον μεταπολεμικό κόσμο σε συνθήκες ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων ή συνταγματικής κρίσης μπορούσε στο ανώτατο αξίωμα να αναδειχθεί ένας στρατηγός, όπως οι Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και Σαρλ ντε Γκωλ, στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο τον ρόλο τους παίζουν επιχειρηματίες όπως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο Ντόναλντ Τραμπ.
Η επίκληση της αναλογίας μεταξύ επιχειρηματικότητας και πολιτικής είθισται σε παρόμοιες περιπτώσεις να συνοδεύεται από την υιοθέτηση κοινών στον δημόσιο λόγο αιτημάτων περί αναγκαίας αποτελεσματικότητας, ανανέωσης του πολιτικού σκηνικού ή μεταρρύθμισής του, τις οποίες αδυνατούν να φέρουν εις πέρας οι επαγγελματίες πολιτικοί. Σε μια μεταβιομηχανική εποχή όπου ο κατακερματισμός της εργασίας αντανακλάται στην κοινωνική βάση των κομμάτων, η επικοινωνία γίνεται με όρους τηλεόρασης, Διαδικτύου και κοινωνικών μέσων και η διαμόρφωση της εικόνας ενός πολιτικού συχνά προκαταλαμβάνει το περιεχόμενο των προτάσεών του, το ερώτημα είναι αν οι εξ αποκαλύψεως ηγέτες διευρύνουν όντως τις προοπτικές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ή αν αποτελούν απλώς σημεία των καιρών.