Καθώς η Τουρκία βγάζει βγάζει σήμερα Τρίτη 9 Αυγούστου το σκάφος «Αμπντούλ Χαμίντ Χαν» για έρευνες σε απροσδιόριστες περιοχές της Αν. Μεσογείου, η ένταση για ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο αυξάνει κατακόρυφα. Το σενάριο ενός πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας βρίσκεται πάντοτε ως απειλή στον πολιτικό ορίζοντα, καθώς οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν στην ιδιόρρυθμη κατάσταση της «μη ειρήνης, μη πολέμου» εδώ και χρόνια. Αλλά πότε γίνεται ένας πόλεμος;
Το ερώτημα έχει απασχολήσει συστηματικά την πολιτική σκέψη από την εποχή του Θουκυδίδη. Υπάρχει άλλωστε διεθνώς η περίφημη «παγίδευση του Θουκυδίδη» – «Thucydide’s trap». Πόλεμος γίνεται όταν μια ανερχόμενη δύναμη απειλεί την πρωτοκαθεδρία μιας άλλης κυρίαρχης δύναμης. Ωστόσο ένα βιβλίο που εκδόθηκε μόλις πρόσφατα, γραμμένο από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγου Chr. Blattman με τίτλο «Γιατί πολεμάμε – Οι Ρίζες του Πολέμου και τα Μονοπάτια της Ειρήνης» («Why we Fight, The Roots of War and the Paths to Peace», London, Viking/Penguin, 2022), επιχειρεί να δώσει μια συνολική απάντηση στο ερώτημα με βάση την ιστορική και σύγχρονη εμπειρία. Ο Blattman καταγράφει πέντε λόγους/αιτίες/κίνητρα για τους οποίους η ηγεσία μιας χώρας καταφεύγει στον πόλεμο, εάν και εφόσον έχει (ή έχει καλλιεργήσει) έναν δικαιολογητικό στόχο γι’ αυτόν:
Πρώτον, «ανεξέλεγκτος ηγέτης» («unchecked interests»). Το κόστος του πολέμου συνιστά ένα ισχυρό κίνητρο για την ειρήνη. Αλλά εάν ένας ηγέτης δεν είναι πολιτικά υπόλογος για το κόστος που μπορεί να προκαλέσει ένας πόλεμος, τότε καταφεύγει σχετικά εύκολα σε αυτόν. Και στην ιστορία οι περισσότεροι πόλεμοι έγιναν από ανεξέλεγκτους ηγέτες που δεν έδιναν λόγο σε κανένα και για προσωπικό όφελος, οικονομικό ή πολιτικό. Πρόκειται δηλαδή για αυταρχικούς ηγέτες. Ενώ σε δημοκρατικά συστήματα οι ηγεσίες, επειδή ακριβώς είναι υπόλογες, δεν καταφεύγουν συνήθως ή εύκολα στον πόλεμο. (Εκτός…)
Δεύτερον, «επίτευξη ενός δίκαιου στόχου» («intangible incentives»). Είναι ο δεύτερος λόγος/κίνητρο προσφυγής στον πόλεμο. Προκειμένου να επιτευχθεί ένας υψηλός δίκαιος στόχος, όπως η ελευθερία, η ανεξαρτησία, η καταπολέμηση αδικιών κ.λπ. Τότε και δημοκρατικοί ηγέτες καταφεύγουν στον πόλεμο αποδεχόμενοι το κόστος του. Καθώς πρόκειται για τoν «δίκαιο πόλεμο» («just war»).
Τρίτον, «αβεβαιότητα» («uncertainty»). Συνιστά ένα ισχυρό κίνητρο προσφυγής στον πόλεμο όταν επικρατεί αβεβαιότητα για τις προθέσεις, την ισχύ, τις στοχεύσεις ενός υποτιθέμενου αντιπάλου. Και τούτο καθώς υπάρχει αβεβαιότητα ή παντελής έλλειψη στην εκατέρωθεν πληροφόρηση και απουσία βασικής εμπιστοσύνης (TRUST).
Τέταρτον, «ισχυροποίηση αντιπάλου» («commitment problem»). Οταν διαπιστώνεις ότι ο υποτιθέμενος αντίπαλός σου ισχυροποιείται ραγδαία, τότε το κίνητρο να επιχειρήσεις ένα «προληπτικό χτύπημα» («preemptive strike») είναι ισχυρό. Πρόκειται ουσιαστικά για την παγίδευση που περιέγραψε ο Θουκυδίδης στον «Πελοποννησιακό Πόλεμο».
Πέμπτον, το «σύνδρομο παρεξηγήσεων» («misperceptions»). Τέλος, σε πολλές περιπτώσεις το κίνητρο για προσφυγή στον πόλεμο παρέχεται από τη στρεβλή εικόνα, την εσφαλμένη αντίληψη, την κακή πρόσληψη κ.λπ. που μπορεί να έχει μια χώρα ή ένας ηγέτης για τον υποτιθέμενο αντίπαλό του και τις επιδιώξεις του. Πολύ περισσότερο εάν δεν υπάρχει επαρκής ροή πληροφοριών μεταξύ των δύο πλευρών ή λόγω βασικής άγνοιας αντικειμενικών δεδομένων.
Αυτοί είναι οι πέντε λόγοι προσφυγής στον πόλεμο όπως τους καταγράφει ο Blattman (σε παρένθεση η δική του ορολογία). Τι μας λένε όμως για την περίπτωση Ελλάδας – Τουρκίας; Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι σε μια πρώτη ανάγνωση όλοι, εκτός από τον δεύτερο («επίτευξη δίκαιου στόχου»), εμφανίζονται να ισχύουν στην περίπτωση Τουρκίας/Ερντογάν και ως εκ τούτου η προσφυγή σε πόλεμο να αποτελεί μια επιλογή του. Ωστόσο λειτουργούν και άλλες μεταβλητές. Ο Ερντογάν είναι ανεξέλεγκτος ηγέτης σε σημαντικό βαθμό, αλλά εξακολουθεί ακόμα να υπόκειται στην εκλογική διαδικασία και συνεπώς στη δυνατότητα λογοδοσίας για το κόστος ενός πολέμου. Και το κόστος ενός πολέμου με την Ελλάδα μπορεί να είναι γι’ αυτόν και την Τουρκία ιδιαίτερα υψηλό έως ολέθριο.
Και ο πρόεδρος Ερντογάν ως ευφυής ηγέτης δεν μπορεί παρά να λάβει υπ’ όψιν του ορισμένες καίριες διαπιστώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως ότι: α) ένας πόλεμος εύκολα αρχίζει αλλά δύσκολα τελειώνει όταν κανένας από τους εμπλεκομένους δεν μπορεί να πετύχει μια σχετικά γρήγορη νίκη. Ετσι στις περιπτώσεις αυτές ο πόλεμος καθίσταται μια παρατεταμένη σύγκρουση φθοράς (war of attrition) ή ενδεχομένως μια «παγωμένη σύγκρουση» (Frozen conflict) που μπορεί να οδηγήσει σε ανάφλεξη ανά πάσα στιγμή με υψηλό κόστος. Στην περίπτωση της Ουκρανίας έχουμε ήδη έναν «πόλεμο φθοράς» αφού η Ρωσία απέτυχε στον αρχικό της στόχο για γρήγορη νίκη με κατάληψη της χώρας και ανατροπή του καθεστώτος Ζελένσκι, β) ο φαινομενικά ισχυρός δεν κυριαρχεί πάντοτε στον πόλεμο. Αποδεικνύεται ότι δεν είναι τελικά και τόσο ισχυρός. Ο σχετικά αδύνατος μπορεί να επικρατήσει. Πρόκειται για το σύνδρομο του «Δαβίδ και Γολιάθ». Το αναλύει με αναφορά στη σύγχρονη εμπειρία ο Μ. Gladwell στο βιβλίο του «David and Goliath, The Art of Battling Giants» («Δαβίδ και Γολιάθ, Η Τέχνη να Πολεμάς Γίγαντες», Penguin, 2013). «Οι γίγαντες», γράφει, «δεν είναι αυτοί που νομίζουν ότι είναι. Οι ιδιότητες που νομίζουν ότι τους προσδίδουν ισχύ αποτελούν συχνά την πηγή των αδυναμιών τους».
Το σχήμα του Blattman όμως με τους πέντε λόγους/κίνητρα για πόλεμο που παραθέτει (έστω και αν δεν εφαρμοστούν στην περίπτωση της Τουρκίας) υποδεικνύει και μια στρατηγική για την Ελλάδα. Μια στρατηγική εκτόνωσης ή και ακύρωσης κάποιων από τους λόγους/κίνητρα. Η ισχυροποίηση της αποτροπής είναι μια στρατηγική. Αλλά, σύμφωνα με τον Blattman, μπορεί να συνιστά και κίνητρο. Χρειάζεται μια πολύπλευρη, συμπεριληπτική προσέγγιση που να ακυρώνει λόγους/κίνητρα που μπορούν να ακυρωθούν. Και να επιλύει τα προβλήματα. Γιατί ένας πόλεμος μπορεί να προκύψει και από ατύχημα…
Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Τελευταίο του βιβλίο: «Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης» (Θεμέλιο).