Ο Νάσος Βαγενάς θεώρησε σκόπιμο να «απαντήσει» σε άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στις «Νέες Εποχές» στις 1/10/2023, κρίνοντας μάλλον από την κατακλείδα του ότι ολόκληρο το κείμενο γράφτηκε με αφορμή ένα δικό του – «ευτράπελο» το λέει ο ίδιος, «σκωπτικό» και «παιγνιώδες» το χαρακτήριζα – δίστιχο και κάπως έτσι, από παρεξήγηση προθέσεων, υπερβολική ευθιξία και κάποια ξεθυμασμένη διάθεση να ξαναπιάσουμε τις παλιές, ένδοξες φιλολογικές διαμάχες (στις οποίες ομολογουμένως έχει διαπρέψει κι εμείς τον έχουμε θαυμάσει), ξεκινούν οι γραφές περί όνου σκιάς και οι συνεπαγόμενες θλιβερές αντιδικίες. Το να θεωρεί κανείς πως ο γράφων αγνοεί πότε έγινε γνωστός ο Καβάφης ή ο Κάφκα, ή το ότι η αναγνώριση του Τσέλαν καθυστέρησε, όταν το επιχείρημα χρησιμοποιείται απλώς για να τονίσει πως η βράβευση με Νομπέλ δεν απηχεί σώνει και καλά το διαχρονικό εκτόπισμα ενός συγγραφέα, μάλλον ενισχύει τη γενικότερη διαπίστωση πως η πανεπιστημιακή κριτική συχνά διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο. Λυπάμαι ειλικρινά για αυτή την αστοχία που δεν ταιριάζει στο κριτικό βεληνεκές ενός Νάσου Βαγενά. Οσο για τη Σιμπόρσκα, νομίζω πως θα έπρεπε να θαυμάσει που από το μακρινό 2001 θυμόμουν το συγκεκριμένο δίστιχο (εξαιτίας ακριβώς του σχολιασμού που γινόταν εκείνη την εποχή), ίσως μάλιστα και να είναι – το ομολογώ – το μόνο δίστιχο που μπορώ να ανακαλέσω από μνήμης από το συγκεκριμένο ποιητικό βιβλίο.
Αντιπαρήλθα βιαστικά τα δύο προηγούμενα θέματα επειδή πραγματικά τα θεωρώ ανάξια σχολιασμού, προκειμένου να καταλήξω στην τρίτη και σοβαρότερη παρανάγνωση ή μάλλον ανάγνωση καθ’ υπερβολήν (σαν να πηγαίνεις για κυνήγι λαγού με κανόνι). Εδώ θα επιμείνω επειδή απλώς βρίσκω ότι το θέμα παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον για την ιστορία της ποίησης και των ιδεών στην Ελλάδα. Εχω υποστηρίξει και αλλού ότι η υπεραισιόδοξη – λόγω της πρόσκαιρης και μάλλον αφελούς, όπως αποδείχτηκε, κατίσχυσης του νεοφιλελευθερισμού ως «τέλους της Ιστορίας» – δεκαετία του 1990 αφοσιώθηκε με πάθος στη συγγραφή μυθιστορημάτων, αλλά, ειδικά για την ποίηση, υπήρξε μια μάλλον άγονη περίοδος, κυρίως όσον αφορά την εμφάνιση νέων ονομάτων. Στο κείμενό μου γράφω ότι τη ληθαργική εκείνη εποχή «ήμασταν ακόμα αρκετά καθηλωμένοι στην παράδοση του ελληνικού μοντερνισμού και, αγνοώντας τις διεθνείς εξελίξεις, αντιμετωπίζαμε με αρκετή ελαφρότητα ό,τι μας έμοιαζε ξένο» – ο Βαγενάς διαβλέπει εδώ «προβληματική γνώση του ποιητικού μοντερνισμού», αφού και η Σιμπόρσκα ανήκει στον μοντερνισμό. Προφανώς! Εδώ όμως το πρόβλημα είναι η φύση του ελληνικού μοντερνισμού, του οποίου η πνοή στη δεκαετία του 1990 είχε πλέον εξασθενήσει τόσο ώστε να μην μπορεί ούτε με ανοιχτότητα να συνομιλήσει ούτε να γονιμοποιήσει την περίοδο εκείνη κάποια συνέχεια. Παρεμπιπτόντως, υπάρχει κι ένα δεύτερο πρόβλημα το οποίο αναφέρεται στη σχέση μας με τον χρόνο σ’ εκείνη τη δεκαετία (ως πρόγευση σε limbo ενός μετααποκαλυπτικού μέλλοντος με vintage στοιχεία νοσταλγίας για τον κόσμο που αφήνουμε) που αντιτίθεται στη σύλληψη του χρόνου από τον μοντερνισμό ως γόμωση του ακαριαίου με εκρηκτικά μέλλοντος, αλλά το θέμα δεν είναι της παρούσης.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.