Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου («Επανάσταση και «εκκλησιαστικά περιβάλλοντα»», 4 Απριλίου), αναφερόμενος στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των δύο αντίπαλων παρατάξεων της σημερινής ουσιοκρατικής ιστοριογραφίας (των φονταμενταλιστών της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, από τη μία, και των «μεταφυσικών» της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας, από την άλλη, για τους οποίους δεν υπάρχει νεοελληνικό έθνος πριν από το 1800 παρά μόνο ελληνόφωνη «πολιτισμική κοινότητα»), σχολίαζα έναν από τους μύθους των δεύτερων. Ελεγα ότι η βεβαιότητα ότι ως τα τέλη του 18ου «η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης ήταν απλώς έξω από κάθε δυνατότητα σκέψης στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα, ήταν δηλαδή αδιανόητη», διαψεύδεται από ιστορικά τεκμήρια, όχι μόνο αυτού του αιώνα αλλά και των προηγούμενων. Και τούτο γιατί ο μεταμοντέρνος ιστορικός εξάγει τα συμπεράσματά του όχι έπειτα από ενδελεχή ιστορική έρευνα αλλά σύμφωνα με «μοντέλα ιστορικής συνείδησης». Εφαρμόζοντας μάλιστα ένα από αυτά αποφάνθηκε σε μια πρόσφατη ιστορική εκπομπή (ΕΡΤ2: «Γιατί 21; 12 ερωτήματα») ότι «κανείς το 1821 δεν φανταζόταν ότι η κατάληξη θα ήταν το 1830 ένα ανεξάρτητο κράτος».
Αφήνοντας ασχολίαστη αυτή την απόφανση (επισημαίνω μόνο τη φράση «δεν φανταζόταν» ως δηλωτική του ρόλου της φαντασίας στη «μοντελική» ιστοριογραφική σκέψη), επανέρχομαι στην έννοια της εθνικής απελευθέρωσης στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με τον ιστορικό μας, μέχρι λίγο πριν από την Επανάσταση το μοντέλο ιστορικής συνείδησης – όχι μόνο στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα αλλά και γενικότερα στην ελληνόφωνη «πολιτισμική κοινότητα» – ήταν το «αποκαλυπτικό», εκείνο «της προφητείας, που δεν μίλαγε για εθνική απελευθέρωση αλλά για τη συντέλεια του κόσμου», πράγμα που σημαίνει ότι «δεν μπορούσε να γεννηθεί η συνείδηση του έθνους».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.