Τα συστήματα υγείας συγκαταλέγονται στους πιο κρίσιμους θεσμούς των σύγχρονων κρατών. Η λειτουργία τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής αλλά και την οικονομική ανάπτυξη μέσω επενδύσεων, προσφοράς θέσεων απασχόλησης κ.λπ. Αλλωστε, παραδοσιακά, η εξέλιξη βρίσκεται στον πυρήνα του υγειονομικού τομέα, προσφέροντας διαρκώς νέες διαγνωστικές και θεραπευτικές μεθόδους και δίδοντας απαντήσεις σε πολλαπλές προκλήσεις για την υγεία του πληθυσμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρωτοφανούς κλίμακας πανδημία COVID-19, απέναντι στην οποία η επιστήμη έδωσε γρήγορα λύσεις, συμβάλλοντας στην επιστροφή σε πιο «κανονικές» συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Στην Ελλάδα, το σύστημα υγείας βρέθηκε αντιμέτωπο με την πανδημία αφού πρώτα πέρασε τη βάσανο της στενά δημοσιονομικής οπτικής της μνημονιακής περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας η πολιτική υγείας περιορίστηκε σε μια πολιτική μείωσης των δημόσιων δαπανών υγείας. Και εάν αυτό μπορεί να υποστηριχθεί ότι ήταν σχετικά ανεκτό κάτω από τις ακραίες δημοσιονομικές συνθήκες που επικρατούσαν, ιδίως αν λάβουμε υπόψη το τι διακυβευόταν ευρύτερα, η διατήρηση αυτής της λογικής μέχρι και σήμερα υπονομεύει την επίτευξη των στόχων που (θα πρέπει να) έχει η πολιτική υγείας. Πολλώ δε μάλλον, μετά και τις ακραίες πιέσεις που άσκησε στις δομές και στο ανθρώπινο δυναμικό του τομέα της υγείας η πανδημική κρίση.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω