Κοιτάζεις το φεγγάρι και τα αστέρια από μια θεοσκότεινη παραλία και σκαλώνεις στα γρανάζια ανάμεσα στη μικρή και στη μεγάλη εικόνα. Βγαίνεις έξω, πετάς, έχεις φύγει για λίγο, δεν είσαι, δεν χωράς, γίνεσαι χώρος ατέλειωτος. Φαντάσου ένα μάτι που βλέπει από μακριά τη Γη. Ενα εντελώς τίποτα, ούτε καν ένα κάτι, μέσα στο άπειρο. Γυρίζεις πίσω, δεν είναι για πολύ και πιάνεσαι στα χέρια με τα μικρά σου, θεόρατα προβλήματα. Μετά χαζεύεις λίγο την εικόνα που δημοσίευσε πρόσφατα η NASA και λες τι διάολο γίνεται τελικά; Για τι είμαστε φτιαγμένοι; Μικρόκοσμοι και χάος σε έναν εναγκαλισμό που δεν θα ήταν τίποτα αν δεν υπήρχε ο άνθρωπος. Αυτή η τραγική κουκκίδα ύπαρξης που με το σώμα ζει μέσα στο αλλόκοτο της θνητότητας και των καθημερινών πολέμων και με το μυαλό και τη φαντασία μπορεί να δει τον γαλαξία από έξω.
Δύο τρίχρονα πιτσιρίκια πλατσουρίζουν μέσα σε μια μικρή φουσκωτή πισίνα στην αυλή κάποιου σπιτιού στο χωριό. Για αυτά, η πισίνα είναι η θάλασσα. Εκείνη την ώρα είναι η μεγάλη θάλασσα που χωράει ακόμα και καράβια. Η παιδική ξεγνοιασιά δεν χωράει στοχασμούς περί ασημαντότητας, πόσω μάλλον προοπτικές που βυθίζονται στον ορίζοντα του χρόνου.
Θα έπρεπε να αφεθούμε στη ροή και να σβήσουμε ήσυχα, αλλά δεν γίνεται. Θα έπρεπε να ζούμε όπως τα καλοκαίρια μας, αλλά πάλι δεν γίνεται. Οταν ο δρόμος σου είναι γεμάτος από πεσμένους, δεν γίνεται να κάνεις πως δεν τους βλέπεις. Ετσι κι αλλιώς θα πέσεις κι εσύ. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάποτε θα πέσεις. Η καταδίκη μας όμως δεν είναι τόσο η θνητότητα, ούτε ίσως οι δυστυχίες, αλλά το ότι έχουμε ζήσει και ευτυχισμένοι. Ξέρουμε πως είναι και δεν μας φτάνει, δεν χορταίνεται.
Και η εικόνα που δημοσίευσε η NASA θα μπορούσε να είναι από ένα σοκ που σου αλλάζει την τροχιά για πάντα μέχρι μία ακόμα πληροφορία ανάμεσα στις τόσες άλλες.
Πριν από δεκαετίες ο Κώστας Χατζής τραγουδούσε τα λόγια της Σώτιας Τσώτου για το ταξίδι με αεροπλάνο. «Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε από ψηλά, αν τους κοιτάξεις, θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι που στη στιγμή θα τους ξεχάσεις». Τραγούδι γραμμένο το 1967, πετώντας από το στρατιωτικοποιημένο από τη χούντα αεροδρόμιο του Ελληνικού προς Θεσσαλονίκη.
Ο Ναζίμ Χικμέτ στο ποίημά του «Μικρόκοσμος», που μελοποιήθηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο σε απόδοση του Γιάννη Ρίτσου και τραγούδησε η Μαρία Δημητριάδη, δεν συμμερίζεται αυτή την καταφυγή και το δέος το βρίσκει στον άνθρωπο και όχι στο άπειρο:
«….δεν καταδέχομαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά
κι η Γη μας τόση δα μικρή.
Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ’ άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει,
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε».