Αυτό που μου προκάλεσε τη μεγαλύτερη οργή και αγανάκτηση δεν είναι η νίκη της Ακροδεξιάς σε Σουηδία και Ιταλία. Είναι το ότι η συνεργασία των κεντροδεξιών δυνάμεων με την Ακροδεξιά θεωρήθηκε κάτι το αυτονόητο. Είναι θλιβερό το πώς η Ακροδεξιά παρέσυρε Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά στη δική της ατζέντα όσον αφορά τη μετανάστευση και τα ζητήματα ασφάλειας.
Αλλά είναι αποκρουστικό πως πλέον η συνεργασία της Κεντροδεξιάς με τους θιασώτες του νεοφασισμού θεωρείται κάτι που εντάσσεται στο πολιτικό παιχνίδι. Το 2002 ο πατήρ Λεπέν περνούσε στον β’ γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών.
Κανείς δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις θα τάσσονταν με τον Σιράκ. Ετσι και έγινε. Αυτός έλαβε 80%. Τώρα ο Γερμανός Μάνφρεντ Βέμπερ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ευχόταν την άνοδο Μπερλουσκόνι που είχε ήδη δηλώσει πως θα συνεργαστεί με τα «Αδέρφια της Ιταλίας», απογόνους των φασιστικών «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα» και «Εθνική Συμμαχία».
Βεβαίως τους τελευταίους είχε νομιμοποιήσει ο Μπερλουσκόνι από το 2013, όταν τους ενέταξε στον δικό του συνασπισμό «Λαός της Ελευθερίας». Δεν θα ήθελα ούτε καν να φανταστώ τι θα σήμαινε αν η σημερινή γερμανική Χριστιανοδημοκρατία συνεργαζόταν με το νεοναζιστικό μόρφωμα της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία».
Κι όμως ελάχιστες φωνές εξεγείρονται κατά της συνεργασίας της Κεντροδεξιάς με την Ακροδεξιά. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πού είναι το «δημοκρατικό μπλοκ»; Αυτό ισχύει μόνο για να αποκλείει την Αριστερά από την εξουσία; Πού είναι οι κραυγές αγωνίας όλων αυτών που «αγωνιούν» για τη δημοκρατία; Μήπως τελικά αγωνιούν μόνο για το αν θα έρθουν στην εξουσία η Κεντροαριστερά και η Αριστερά; Και αν αυτό αποτραπεί, τότε η αγωνία αντικαθίσταται από την ανακούφιση.
Και για ποια δημοκρατία θα μιλάμε πλέον όταν ακόμη κι αν δεν συγκυβερνά η Ακροδεξιά με την Κεντροδεξιά, είναι αυτονόητη η επικράτηση της ατζέντας του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του εθνικισμού στα «δημοκρατικά» κόμματα;
Οταν, όπως γράφει η εξαιρετική ιταλίδα συγγραφέας Φραντσέσκα Μελάντρι, το κριτήριό μας για να κρίνουμε τους ανθρώπους γίνεται το «σωστό αίμα»; («Το σωστό αίμα», μτφρ. Αμπυ Ραΐκου, εκδ. Καστανιώτη). Οταν δηλαδή, όπως ζητεί η Μελόνι και αποδέχονται ασμένως οι Μπερλουσκόνι και Σαλβίνι, ακόμη και οι γιατροί θα υποχρεούνται να καταγγέλλουν τους «χωρίς χαρτιά», τους χωρίς «σωστό αίμα», δηλαδή, ασθενείς τους; Οταν το σπρώξιμο της κοινωνίας στον «δωσιλογισμό» θα θεωρείται εθνική υποχρέωση;
Είναι αυτονόητο κάτι τέτοιο στη Σουηδία για να απορριφθεί η συνεργασία της Σοσιαλδημοκρατίας με την Τρίτη Κεντροδεξιά; Είναι αυτονόητο να αδιαφορούμε για αυτή την εξέλιξη και την ίδια στιγμή να χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα για τη δημοκρατία που χάνουμε; Τη χάνουμε έτσι γενικά ή εμείς τη χάνουμε; Είναι δυνατόν το ζήτημα της ασφάλειας να ακυρώσει το αίτημα της ελευθερίας;
Είναι δυνατόν να αποδεχόμαστε να μετατρέπεται η αρχή της ασφάλειας των προσώπων σε έλεγχο των ατόμων, αυτορρύθμιση των ροών (οικονομικών, μεταναστευτικών, διατροφικών, υγειονομικών, πολιτισμικών) και αποπολιτικοποίηση; Ετσι όμως ενισχύονται η τζιχάντ και η Ακρα Δεξιά. Δεν αποδυναμώνονται.
Για τον Ρουσό, μόνο οι φιλάργυροι και οι μικρόψυχοι προτιμούν την ασφάλεια από την ελευθερία. Αλλά ο Τζον Λοκ το λέει ακόμη πιο παραστατικά. «Οι άνθρωποι είναι τόσο άμυαλοι ώστε φροντίζουν να αποφύγουν τις βλάβες από τα κουνάβια και τις αλεπούδες, αλλά είναι ικανοποιημένοι, και μάλιστα το θεωρούν ασφάλεια, αν καταβροχθίζονται από τα λιοντάρια» («Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως», Πόλις, σε μετάφραση – εισαγωγή Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, παρ. 93, σ. 159).
Είναι δυνατόν για να προστατευτούμε από τα κουνάβια και τις αλεπούδες να μπαίνουμε στο στόμα των λεόντων της Ακροδεξιάς; Φαίνεται πως στο όνομα να μην είναι η Κεντροαριστερά και η Αριστερά στην εξουσία, μπορούμε να χαιρόμαστε όταν μας ρίχνουν στην ακροδεξιά αρένα για να μας φάνε τα λιοντάρια της Τζόρτζια Μελόνι και του σουηδού ακροδεξιού Τζιμ Ακεσον. «Ακόμη και στην ωραία και δημοκρατική Σουηδία, οι Αριστερές ηττήθηκαν και στάλθηκαν στο σπίτι! Την Κυριακή (25 Σεπτεμβρίου) είναι η σειρά μας. Θα κερδίσουμε!» δήλωνε ο Ματέο Σαλβίνι.
Το μόνο πρόβλημα είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς ή το ότι ο ηγέτης των συντηρητικών Μετριοπαθών Σουηδών Ουλφ Κρίστενσον θεωρεί αυτονόητη τη συνεργασία του με την Ακροδεξιά; Πώς άλλωστε να μη τη θεωρεί αυτονόητη, όταν ήδη το Λαϊκό Κόμμα είχε θεωρήσει αυτονόητη την ντροπαλή προσχώρησή του σε αυτή την ατζέντα; Αλλά μήπως και η ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά δεν είχε νομιμοποιήσει αυτή την ατζέντα συμμαχώντας με ό,τι πιο ακροδεξιό (η Χρυσή Αυγή ήταν φασίστες) είχε η ελληνική πολιτική σκηνή;
Ευτυχώς που ο Κυριάκος Μητσοτάκης μέχρι στιγμής φαίνεται να μη συζητεί καν τη συνεργασία του με τον Κυριάκο Βελόπουλο. Μήπως οι δανοί Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν νομιμοποιήσει αυτή την ατζέντα; Πώς να πείσουν όλοι αυτοί όταν δήθεν οργίζονται με τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου σε Ουγγαρία και Πολωνία; Αρκεί μόνο ότι αυτές δεν περιορίζονται στο «μη σωστό αίμα», αλλά περιλαμβάνουν και Ούγγρους και Πολωνούς; Αν όλα αυτά είναι έτσι και είναι έτσι, τότε μπορούμε να λέμε σαν τον Ενρίκο Λέτα πως το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ιταλία είναι μια θλιβερή μέρα. Μόνο που αυτή είχε προετοιμαστεί από καιρό.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης
είναι δρ Κοινωνιολογίας.