Μια από τις σπανιότερες προσωνυμίες της Παναγίας, η Γοργόνα, απέχει από τη βυζαντινή χριστιανική παράδοση, δημιούργημα της νεοελληνικής λαϊκής ψυχής με ρίζες αναφοράς στη μυθολογία, αρχαιοελληνική και νεοελληνική.

Μισή γυναίκα και μισή ψάρι, σύμφωνα με το αρχέτυπο της γοργόνας, έχει πλατιά, υπερφυσικά πράσινα μάτια, γαλάζια λέπια στο κάτω μέρος του κορμιού της, και κρατά στο ένα χέρι της ένα καράβι και στο άλλο μια τρίαινα (ως άλλη εκδοχή του Ποσειδώνα), εύγλωττα σύμβολα του θαλασσινού βίου των πιστών της.

Ετσι την «ιστορεί» στο πρώτο κεφάλαιο του ομότιτλου μυθιστορήματός του ο Στράτης Μυριβήλης: «[…] μια παράξενη ζουγραφιά, […] στορισμένη πάνω στον τοίχο της μικρής εκκλησιάς. Στέκεται κει ώς τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ’ αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης».

Σύμφωνα με την αφήγηση, το εξωκλήσι της Παναγιάς, χτισμένο στην κορυφή ενός θαλασσόβραχου στην είσοδο του μικρού λιμανιού της Σκάλας (επίνειο του χωριού Μουριά στη βόρεια Λέσβο, γενέτειρα του συγγραφέα), αποκλίνει από την παράδοση της βυζαντινής ναοδομίας.

Χτίστηκε πιθανότατα μέσα στον 19ο αιώνα από παραπλέοντες τεχνίτες που οικοδομούσαν εργαστήρια σαπωνοποιίας στην περιοχή και σώθηκαν από τρικυμία χάρη στο θαύμα της Παναγίας, όπως συμβαίνει σχεδόν στερεοτυπικά σε παρόμοιους μύθους.

Ετσι, οικοδομήθηκε το ναΰδριο σύμφωνα με την κοσμική τέχνη που γνώριζαν. Το λαϊκά αρχιτεκτονημένο εξωκλήσι «αγιογραφήθηκε» σε δεύτερο χρόνο με την εξίσου λαϊκή απεικόνιση της Παναγιάς της Γοργόνας.

Δημιουργός της ήταν ο καπετάν Λιας, ένας θυμόσοφος κοσμοκαλόγερος εγκάτοικος στο εξωκλήσι της Παναγιάς. Ενας μέτοικος στο νησί, με απροσδιόριστη καταγωγή, πιθανότατα από τη «μυστική» Ανατολία.

Ο μύθος της Παναγιάς της Γοργόνας και τα σύμβολά του, οι προφορικές αφηγήσεις και δοξασίες που τον διαμόρφωσαν και τον διατήρησαν, πρόσφεραν πολύτιμο υλικό στον έμπειρο μυθιστοριογράφο Μυριβήλη για να επενδύσει σε αυτό ένα δίκτυο συμβολισμών, στοιχείων προοικονομίας και αναλογιών αρτιώνοντας ένα εκτενές μυθιστόρημα.

Η Παναγιά η Γοργόνα δημοσιεύτηκε το 1948 και ολοκλήρωσε τη μυθιστορηματική «τριλογία του πολέμου» του συγγραφέα.

Το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας είναι η περιώνυμη Ζωή εν τάφω (1924) και το δεύτερο Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1933). Η Παναγιά η Γοργόνα αφηγείται την παιδική και νεανική ζωή της Σμαραγδής, που βρέθηκε εγκαταλειμμένο βρέφος στη βάρκα του θετού πατέρα της.

Η ξεχωριστή ομορφιά της, η σπάνια δεξιοσύνη της, ο αγέρωχος χαρακτήρας της σε μια άγουρη για ανεξάρτητες γυναίκες κοινωνία, ο υποδειγματικός της χαρακτήρας, συγκροτούν στοιχεία απαραίτητα για να την αναδείξουν σε ένα τραγικό πρόσωπο της μυθοπλασίας, γύρω από το οποίο στροβιλίζεται το πάθος και η συμφορά της ανθρώπινης μοίρας.

Η Σμαραγδή, χάρη στην αφηγηματική δεξιότητα του συγγραφέα της, συγκεντρώνει γνωρίσματα που οι λαϊκές δοξασίες προσδίδουν στις γοργόνες και τα ξωτικά της θάλασσας. Ολη η αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος στηρίζεται στο πλέγμα αυτών των αναλογιών (με ευκρινείς και εντυπωσιακά πυκνές «διχοστασίες») μεταξύ της μυθικής ιστορίας των θαλάσσιων ανθρωπόμορφων πλασμάτων και της «πραγματικής» ιστορίας της ηρωίδας.

Η κεντρική ιστορία της Σμαραγδής πλαισιώνεται από τη διήγηση του βίου των Μικρασιατών προσφύγων του 1922 που εγκαθίστανται στη Σκάλα, δημιουργούν τον δικό τους συνοικισμό (το ψαροχώρι όπου ζει και μεγαλώνει η Σμαραγδή), και αγωνίζονται στη νέα τους πατρίδα ενάντια σε μύριες δυσχέρειες.

Η αφήγηση ξεδιπλώνει τον φτωχικό τους βίο, δεμένο με τη θάλασσα και τον κόσμο της, με σαφή ηθογραφικό τόνο, εφοδιασμένη με έναν τολμηρό και ουσιαστικό πολιτικό στοχασμό, χιούμορ και βαθιά κατανόηση για τα ανθρώπινα πάθη σε μια ιστορική στιγμή μετάβασης από τον παραδοσιακό στον αναδυόμενο σύγχρονο τεχνοκρατικό κόσμο (τα συμβάντα της αφήγησης χρονολογούνται στον Μεσοπόλεμο).

Ο Μυριβήλης πετυχαίνει να αναδείξει τη συμβολική δύναμη και το πολιτισμικό βάρος της Παναγιάς της Γοργόνας σε μυθιστόρημα. Η ίδια η μυθιστορηματική αφήγηση γίνεται η Παναγιά η Γοργόνα.

Οπως εκείνη, μισή γυναίκα μισή ψάρι, έτσι και το μυθιστόρημα ισορροπεί έναν πλούσιο λυρισμό της περιγραφής με τον ωμό ρεαλισμό της διήγησης.

Οπως εκείνη, άνθρωπος και θαλασσινό πλάσμα ταυτόχρονα, η αφήγηση, ακολουθώντας τη συνθήκη της ρεαλιστικής έκφρασης, αρδεύεται από τη λαϊκή φαντασία και την ιστορική πραγματικότητα, υιοθετεί το μυθικό και μυθοποιεί το υλικό του εμπειρικού κόσμου, σε ένα από τα πιο θαλασσινά μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Ο κ. Βασίλης Βασιλειάδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.