Η συζήτηση στην παρέα των ογδοντάχρονων στο διπλανό τραπέζι είχε ανάψει. Αντεγκλήσεις, επιχειρήματα βάσιμα ή τελείως ανεδαφικά – ανάλογα από την πηγή ενημέρωσης του καθενός -, πειράγματα, ειρωνείες, αλλά και τρυφεράδες. Η θεματολογία, πολιτική. Ελληνοτουρκικά, Προσφυγικό, συντάξεις, μπερδεμένα από μπόλικη παραφρασμένη Ιστορία και προσωπικές εμπειρίες του παρελθόντος, της νιότης. Κουβέντιαζαν με ιδιαίτερο νεύρο αλλά και νοιάξιμο για ένα μέλλον που δεν θα τους βρει εδώ. Καίγονταν για ένα βάθος χρόνου που δεν το έχουν.
Εχοντας χάσει περισσότερους από τους μισούς τους φίλους, γνωρίζοντας πως οι πιθανότητες να υπάρχει η τωρινή σύνθεση και στην επόμενη συνάντηση περιορίζονται όλο και περισσότερο, μιλάνε για εκείνο που έρχεται, για έναν ιδανικό κόσμο, κρατώντας στο χέρι ταυτόχρονα το μαντίλι του αποχαιρετισμού.
Αυτή είναι η ζωή, έτσι πρέπει να είναι. Σαν να είμαστε εδώ για πάντα και ταυτόχρονα σαν να μην είμαστε στο επόμενο λεπτό. Δεν είναι η αγωνία για το μέλλον των παιδιών και των εγγονών τους – είναι κι αυτό -, αλλά περισσότερο είναι η άρνηση, το πείσμα του ζωντανού που κρατιέται από όπου βρει. Νομίζω πως περισσότερο από την αγωνία τους για το τι θα γίνει σε δεκαπέντε χρόνια είναι πως θέλουν να ακούσουν τους εαυτούς τους να μιλάνε γι’ αυτό. Είναι τόσο μεγάλο ένα ηλιόλουστο πρωινό Σαββάτου στην πλατεία Χαλανδρίου που δεν υπάρχει κανένας φόβος για το μέλλον. Το μέλλον είναι τώρα, είμαστε εδώ, είμαστε ζωντανοί και ο χρόνος μας είναι άπειρος.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος