Το καλοκαίρι του 1982, η Σάμος, νησί της καταγωγής μου, μπήκε βίαια στον χορό των μεγάλων πυρκαγιών. Εκτοτε, μια σκιά απειλής έπεφτε στα καλοκαίρια των νησιών και σε όλη τη χώρα. Οι φωτιές, τα μπλακ άουτ (πολύωρα και κάποτε πολυήμερα, ιδίως τον κατάφορτο Δεκαπενταύγουστο) κι έπειτα διάφορες εκδοχές βλάβης κάποιας ζωτικής υποδομής έκαναν αισθητές τις πληγές του Αυγούστου.
Παρά το γεγονός ωστόσο ότι και τα παλιά, καλά καλοκαίρια είχαν τα δράματά τους και σημαδεύτηκαν από μικρότερες ή μεγαλύτερες καταστροφές, συνόδευαν ένα αίσθημα ανοδικής ευφορίας. Το κακό φύτρωνε παράπλευρα από εμπειρίες άνετης πρόσβασης για πολύ περισσότερους πολίτες. Τώρα ζούμε κάτι διαφορετικό. Εγινε ήδη λόγος για το τέλος του ελληνικού καλοκαιριού της «μεσαίας τάξης» ή, έστω, για μια συρρίκνωση που αντανακλά τις χαμηλές πτήσεις οικογενειών που κάποτε είχαν περάσει καλύτερες μέρες. Θα μπορούσαμε να πούμε το εξής: ό,τι και αν τύχαινε πριν από δεκαετίες (ακόμα και μια πυρκαγιά πολλαπλάσια σε έκταση από τις τωρινές) δεν είχε συνδεθεί ακόμα με μια αίσθηση απώλειας, με την εντύπωση δηλαδή πως «μας πήραν» το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι μάς ανήκε μαζί με τα πλοία, τα μακρινά νησιά και τις κατακτημένες του ελευθερίες.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος