Το ερώτημα που απευθύνεται στο Κίνημα Αλλαγής, συνήθως από πολιτικά ιδιοτελείς ή περίεργους ανυποψίαστους, είναι: «με ποιον θα συνεργαστείτε μετά τις εκλογές;». Οι ερωτώντες, σχεδόν πάντοτε, αναμένουν μιαν απάντηση που θα ορίζει τον προς συνεργασία εκλεκτό και θα αποκλείει όλους τους άλλους.
Κατά περίεργο τρόπο, άπαντες οι ενδιαφερόμενοι λησμονούν ή αποσιωπούν το πρωταρχικό και ουσιαστικό ερώτημα: «τι χρειάζεται η χώρα;». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό καθορίζει το είδος των συνεργασιών και το σχήμα των κυβερνήσεων που θα είναι αναγκαίες και χρήσιμες για την κοινή προοπτική μας.
Παρά την τυπική λήξη των προγραμμάτων χρηματοδότησης και των μνημονίων που τα συνόδευαν, η Ελλάδα θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια να βρίσκεται υπό την επιτήρηση των δανειστών. Ο βαθμός αυτονομίας της στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των εθνικών πολιτικών θα είναι περιορισμένος. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι συνεχείς συνεννοήσεις με τους δανειστές απαιτούν εθνικό σχέδιο και κοινή εθνική διαπραγματευτική γραμμή, για να μη συμβεί ό,τι συνέβαινε καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, να μας επιβάλλουν, δηλαδή, λανθασμένες πολιτικές για τις οποίες αργότερα αναγνωρίζουν τα λάθη τους.
Η αιτία που επέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο, μετά την προσφυγή της χώρας στον διεθνή μηχανισμό στήριξης, ήταν η δική μας ανικανότητα να συνεννοηθούμε, ήταν η δική μας μοναδική ικανότητα της άγριας μικροκομματικής αντιπαράθεσης, ποτισμένης από μιαν εφιαλτική ρητορική μίσους, που εκτόξευαν κάθε λογής δεξιοί και αριστεροί ανεύθυνοι.
Κοινή εθνική διαπραγματευτική γραμμή έναντι των δανειστών χρειαζόμαστε και για να βελτιωθεί το πλαίσιο των μεταμνημονιακών συμφωνιών που υπέγραψε η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου. Για παράδειγμα, η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων που συμφωνήθηκαν μέχρι το 2062, πρόσθετες ρυθμίσεις που αφορούν την ελάφρυνση του χρέους και η εξάλειψη αποικιοκρατικών όρων που αφορούν τη δράση του Υπερταμείου Αποκρατικοποιήσεων πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο νέων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές.
Οποιος εξακολουθεί να νομίζει ότι τέτοιες επιδιώξεις μπορεί να τις χειρισθεί και να τις πετύχει μόνος του, χωρίς να εντάσσονται σε ένα συμφωνημένο από τα περισσότερα πολιτικά κόμματα σχέδιο, απλώς δεν έχει κατανοήσει την ιστορία της κρίσης. Η προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης ήταν, μεν, αναπόφευκτη και η μόνη σωτήρια λύση για την αποφυγή της χρεοκοπίας, αλλά συνοδεύτηκε από άγριες πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, γιατί οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας ήταν ανώριμες να ακολουθήσουν το παράδειγμα εθνικής ευθύνης που προσέφεραν Πορτογάλοι, Κύπριοι και Ιρλανδοί.
Πέραν, όμως, αυτών, η χώρα χρειάζεται ένα συνεκτικό πρόγραμμα τολμηρών μεταρρυθμίσεων στην παραγωγική υποδομή της, στο κράτος, στη Δικαιοσύνη, στην παιδεία και στο πολιτικό σύστημα. Για να δώσω ένα παράδειγμα, καμία αναπτυξιακή προσπάθεια δεν θα πετύχει όσο η διαχειριστική «επάρκεια» της ελληνικής διοίκησης θα συνεχίζει να αγνοεί την ηλεκτρονική διακυβέρνηση παντού. Δεν καταφέραμε ούτε την εναρμόνιση και διασύνδεση του πλήθους των πληροφοριακών συστημάτων του Δημοσίου να πετύχουμε. Ο δημόσιος βίος διαθέτει πολλούς φιλόδοξους «μεταρρυθμιστές», τόσους όσους χρειάζεται ώστε ο ένας να ακυρώνει τις αποφάσεις του προκατόχου του υπουργού της ίδιας κυβέρνησης.
Ενα πρόγραμμα καινοτομιών και γενναίων αλλαγών για να έχει αποτελέσματα προϋποθέτει την εξεύρεση του αναγκαίου μεταρρυθμιστικού χρόνου, δηλαδή βάθος χρόνου για τη σχεδίαση και την εφαρμογή των αλλαγών. Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει συνεννόηση και συμφωνία μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους και επιδίωξη κοινωνικών συναινέσεων.
Κοντολογίς, θα καταστεί δυνατή η ύπαρξη κοινής εθνικής διαπραγματευτικής γραμμής έναντι των δανειστών και η συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων, αν η Ελλάδα περάσει σε μια νέα εποχή πολιτικών συναινέσεων.
Αυτή τη «μεγάλη εικόνα» της εθνικής συνεννόησης υποστηρίζει μέχρι στιγμής, δυστυχώς, μόνον το Κίνημα Αλλαγής. Είναι, πλέον, ευκρινές ότι η απάντηση στο ερώτημα «τι χρειάζεται η χώρα;» καθοδηγεί τώρα και τις επιλογές για τις μετεκλογικές συνεργασίες. Η ανάγκη συνεννόησης του πολιτικού κόσμου επιβάλλει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος συμμετοχής στις μετεκλογικές συνεργασίες και, πάντως, τη συμμετοχή των τριών διαχειριστών της κρίσης. Οι μορφές που μπορεί να πάρει η εθνική συνεννόηση – από τον σχηματισμό κυβέρνησης μέχρι τη συμμετοχή των κομμάτων στα προβλεπόμενα όργανα διαβουλεύσεων και αποφάσεων – ποικίλλουν, αλλά δεν είναι του παρόντος η διεξοδική παρουσίασή τους.
Οι ανυποψίαστοι καλόπιστα αναρωτιούνται και οι ιδιοτελείς, επιτηδείως έκπληκτοι, ενίστανται: «Παρότι ακούγονται λογικά όλα αυτά, είναι ποτέ δυνατόν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι συνεργασίας Τσίπρας και Μητσοτάκης»;
Την απάντηση οφείλουν να δώσουν οι ίδιοι, αν αρνηθούν την πρόσκληση της Κεντροαριστεράς. Ο κ. Τσίπρας οφείλει να εξηγήσει στους πολίτες πώς είναι δυνατόν να συνεργάζεται με τον δεξιότερα του κ. Μητσοτάκη Πάνο Καμμένο, αλλά τον πιάνει σύγκρυο στην ιδέα των συνομιλιών με τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Και ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να εξηγήσει στους πολίτες γιατί ήταν δυνατό ο πρωθυπουργός πατέρας του να συνεργασθεί μια χαρά με Φλωράκη και Κύρκο, αλλά ο ίδιος ανατριχιάζει στην ιδέα των συνομιλιών με τον κ. Τσίπρα.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο και σε μακρά περίοδο αβεβαιότητας. Η εθνική ανάγκη ας μας κάνει λίγο περισσότερο φιλότιμους. Κανείς δεν θα υποχρεωθεί σε εγκατάλειψη των ιδεών του και οι αναγκαίες συγκλίσεις θα γίνουν στη βάση προγραμματικών συζητήσεων.
Η επίτευξη της εθνικής συνεννόησης και ο σχηματισμός κυβέρνησης ευρείας κοινοβουλευτικής στήριξης δεν εξαρτώνται μόνον από το Κίνημα Αλλαγής. Είναι, όμως, βέβαιο ότι οι πιθανότητες θα αυξηθούν αν στις εκλογές αυξηθεί σημαντικά η επιρροή του και επιβεβαιωθεί ο ισχυρός πολιτικός και ρυθμιστικός ρόλος του.
Σε κάθε περίπτωση, το Κίνημα Αλλαγής θα αγωνισθεί σθεναρά προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά δεν πρόκειται να παρακαλέσει κιόλας. Ας αναλάβουν τις ευθύνες τους όλοι ενώπιον των πολιτών. Περισσότερο απ’ όλα, κρίσιμο είναι να καταλάβει ο ελληνικός λαός τι ακριβώς διακυβεύεται ώστε να κινηθεί ορθολογικά. Από τις δικές του επιλογές θα εξαρτηθεί αν θα ζήσει και πάλι την περιγραφή του Εδμόνδου Αμπού: «Μεταξύ των ερειπίων της χώρας, το ωραιότερον είναι ο ελληνικός λαός».
Ο κ. Χάρης Καστανίδης είναι πρώην υπουργός.