Στο κέντρο της πρωτεύουσας, στην οδό Κοραή 4, δίπλα από τον κινηματογράφο «Αστυ», βρισκόταν η Kommandatur, το γερμανικό φρουραρχείο, με τα φρικτά κρατητήρια, όπου φυλακίζονταν και βασανίζονταν απάνθρωπα όσοι αντιστέκονταν στους κατακτητές. Σήμερα, μια απλή επιγραφή «Τόπος μνήμης 1941-1944» θυμίζει σε όποιον διαβάτη σηκώσει το βλέμμα ότι κάποτε, στην κορυφή του κτηρίου, ανέμιζε ο αγκυλωτός σταυρός. Λίγα τετράγωνα πιο πέρα, στην οδό Μέρλιν 6, ήταν το Αρχηγείο της Γκεστάπο. Ενα μνημείο, που είχε φιλοτεχνηθεί από τον γλύπτη Θανάση Απάρτη το 1948 για άλλο σκοπό, τοποθετήθηκε εκεί το 1983 μαζί με την επιγραφή «Εδώ ήτανε το Κολαστήριο της Γκεστάπο 1941-1944».

Στην οδό Κοραή, τα επίσημα εγκαίνια του μουσειακού χώρου έγιναν στις 16 Μαΐου 1991 αλλά κατέστη συστηματικά επισκέψιμος από το 2008. Κοραή και Μέρλιν, τόποι μνήμης «αόρατοι», κρυμμένοι σχεδόν από τα βλέμματα, «ανακαλύφθηκαν» μόλις τα πρόσφατα χρόνια όταν η Αθήνα ξαναθυμήθηκε ότι απελευθερώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944.

Στη Θεσσαλονίκη πάλι, το Μνημείο προς τιμήν των 50.000 Ελλήνων Εβραίων που εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου εγκαινιάστηκε μόλις το 1997 και σήμερα βρίσκεται στην Πλατεία Ελευθερίας όπου μεταφέρθηκε το 2006. Η μνήμη του ολοκαυτώματος των Ελλήνων Εβραίων είχε αποσιωπηθεί για δεκαετίες από τη δημόσια και σχολική ιστορία και ανασύρθηκε χάρη στις μελέτες ερευνητών ιστορικών μετά τη δεκαετία του 1980.

«Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, ξαφνιαζόμαστε όταν συνειδητοποιούμε πόσο λίγα γνωρίζουμε για την περίοδο της Κατοχής, πόσο λίγα μας είπαν στο σχολείο, πόσο κενός γνωστικού περιεχομένου είναι ο ετήσιος εορτασμός της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου.»

Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, ξαφνιαζόμαστε όταν συνειδητοποιούμε πόσο λίγα γνωρίζουμε για την περίοδο της Κατοχής, πόσο λίγα μας είπαν στο σχολείο, πόσο κενός γνωστικού περιεχομένου είναι ο ετήσιος εορτασμός της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου. Εχουν περάσει 80 χρόνια από την απελευθέρωση της Αθήνας από τη ναζιστική κατοχή και 84 από την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρ’ όλα ταύτα το μόνο που διαχρονικά θυμόμαστε είναι το «Οχι», λες και έχουμε δημοψήφισμα.

Στην πραγματικότητα η επανάληψη του «Οχι» συρρικνώνει τη μνήμη της δεκαετίας του 1940 στο πολεμικό έπος, σπρώχνοντας στη σκιά της λήθης τις οδυνηρές μνήμες της πείνας, του θανάτου από κακουχίες, βασανιστήρια και εκτελέσεις. Στην ίδια σκιά εξάλλου συνωστίζονται και οι πράξεις αντίστασης, ιδιαίτερα όσες είχαν συγκεκριμένο πολιτικό πρόσημο. Υπάρχουν βεβαίως ερμηνείες για τους λόγους που αυτό συμβαίνει και όλοι μάλλον συμφωνούν ότι οι λόγοι της αποσιώπησης συνδέονται με τον Εμφύλιο Πόλεμο και τον διχασμό των αναμνήσεων που προκάλεσε.

Η σφοδρή αδελφοκτόνος διαμάχη αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε μόνο τεράστιες υλικές και ανθρώπινες απώλειες αλλά και επικαθόρισε τον τρόπο με τον οποίο οι επόμενες δεκαετίες «διάβασαν» την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης. Ο διχασμός αυτός τροφοδοτούνταν εξάλλου από το περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου, όπου συστηματικά καλλιεργούνταν, σε διεθνές επίπεδο, δύο αντίπαλες κοσμοθεωρίες και, συνεπώς, διαφορετικές αναγνώσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μέχρι τη Μεταπολίτευση η κυρίαρχη μνήμη του Πολέμου πρόβαλλε όχι μόνο τον εξωτερικό αλλά και τον «εσωτερικό» εχθρό, την κομμουνιστική απειλή. Με τη Μεταπολίτευση, αλλά κυρίως με την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία, η μνήμη της Κατοχής γίνεται πιο συμπεριληπτική και δίνεται έμφαση στην αντίσταση εναντίον του φασισμού. Στη θέση του έθνους, πρωταγωνιστής γίνεται ο λαός. Αναγνωρίζεται τότε – 42 χρόνια μετά την έναρξη του Πολέμου για την Ελλάδα – η «Εθνική Αντίσταση» και η κοινωνία έχει πλέον το δικαίωμα να θυμάται. Καταπιεσμένες μνήμες, βουβά τραύματα βγαίνουν στην επιφάνεια και αποκτούν φωνή. Και σταδιακά, γίνονται ορατές στο αστικό τοπίο «οι ουλές από τις κατοχικές πληγές» της Ελλάδας, σύμφωνα με τη διατύπωση του Μαρκ Μαζάουερ.

Παρά την ευδιάκριτη στροφή ως προς την πρόσληψη της δεκαετίας του ’40, ωστόσο, η δημόσια ιστορία θα εξακολουθήσει να περιστρέφεται γύρω από το «Οχι», έστω και δίνοντάς του διαφορετικά περιεχόμενα. Η αναθεώρηση της ψυχροπολεμικής κληρονομιάς θα γίνει εν τέλει από τους ιστορικούς που πολύ συστηματικά θα μελετήσουν την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου και θα δώσουν έργα αναφοράς.

H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.