Ενα από τα προβληματικά φαινόμενα της λογοτεχνικής κριτικής μας θα μπορούσε να ονομαστεί «Κριτική από μνήμης». Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του φαινομένου είναι ότι ο κριτικός δεν γνωρίζει επαρκώς τα πραγματολογικά συμφραζόμενα εντός των οποίων διατυπώνει τις εκτιμήσεις του (ή, αν τα γνώριζε, τα έχει ξεχάσει) και ως εκ τούτου περιπίπτει σε μνημικές διαλείψεις, σε συλλογιστικά κενά και σε αντιφάσεις. Η απάντηση του Δημήτρη Αγγελή («Νομπέλ, παραναγνώσεις και ελληνικός μοντερνισμός», «Νέες Εποχές» της περασμένης Κυριακής) στην επιφυλλίδα μου της 15ης Οκτωβρίου («Νομπέλ και αναγνώσεις»), με την οποία σχολίαζα την άποψή του για τον ελληνικό ποιητικό μοντερνισμό, αποτελεί δείγμα αυτού του φαινομένου. Χαρακτηρίζοντας, λανθασμένα, «σκωπτικό» το δίστιχο ενός απλώς ευτράπελου ποιήματός μου για τη νομπελίστρια του 1996 πολωνή ποιήτρια Βισουάβα Σιμπόρσκα, «το μόνο δίστιχο», όπως γράφει, «που μπορώ να ανακαλέσω από μνήμης από το συγκεκριμένο βιβλίο» [η υπογράμμιση δική μου], με εμφάνιζε ως παράδειγμα όλων εκείνων (συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου) που «στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αρκετά προσηλωμένοι στην παράδοση του ελληνικού μοντερνισμού και παραβλέποντας τις διεθνείς εξελίξεις, αντιμετωπίζαμε με αρκετή ελαφρότητα ό,τι μας έμοιαζε ξένο», δηλαδή και την καινοφανή (κατ’ αυτόν) ποίηση της Σιμπόρσκα, που «συνδιαμόρφωσε το ποιητικό ύφος της εποχής μας».
Διαβάζοντας την επιφυλλίδα μου και βλέποντας ότι έχει ξεχάσει να πει σε ποια ποιητική τεχνοτροπία θα κατέτασσε αυτό που στη Σιμπόρσκα μάς έμοιαζε ξένο, ο Δ. Α. αναφωνεί: «Προφανώς! Και η Σιμπόρσκα ανήκει στον μοντερνισμό. […] Ομως το πρόβλημα είναι η φύση του ελληνικού μοντερνισμού», που «επειδή είναι πολιτισμικά επικαθορισμένος, τουτέστιν προσαρμοσμένος ελληνικός μοντερνισμός [οι υπογραμμίσεις δικές του], οι δεσμεύσεις του δεν του επέτρεψαν να δοκιμάσει πλήρως τα όριά του – στην τελική του φάση των φιλόδοξων επιγόνων που συγκροτούσαν τη λεγόμενη γενιά ’70».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος